Παίζει «ρέστα» η διαπλοκή – Κυβέρνηση και καναλάρχες εκβιάζουν αλλήλους
Σε πόλεμο χαρακωμάτων και ένθεν κακείθεν διαρροών εξελίσσεται η διαδικασία αδειόδοτησης των τηλεοπτικών καναλιών. Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει τον ελληνικό λαό ότι δίνει μάχη κατά της διαπλοκής, του τριγώνου καναλαρχών-τραπεζών-πολιτικού συστήματος, την ίδια ώρα που επιχειρεί να διαμορφώσει το νέο τηλεοπτικό τοπίο, βάζοντας στο παιχνίδι πιθανώς και νέους παίκτες, πρόθυμους να σηκώσουν το βάρος της στήριξής της.
Η κυβέρνηση, στην παρούσα φάση, ποντάρει στην κατασκευή «εσωτερικών εχθρών», ώστε να ενοχοποιηθούν τα ΜΜΕ για την κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, αλλά και μελλοντικά στον πλήρη έλεγχο της ενημέρωσης, από κυβερνητικούς θεσμούς.
Από την άλλη, οι παραδοσιακοί καναλάρχες προσπαθώντας να διατηρήσουν το σημερινό καθεστώς, θυμήθηκαν το δικαίωμα των πολιτών στην πλουραλιστική ενημέρωση, τη συμβολή τους στην ευρύτερη οικονομία, τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ, ασχέτως από τις απολύσεις και μειώσεις μισθών στις οποίες έχουν προχωρήσει τα τελευταία χρόνια και πολύ πριν ξεκινήσει η ιστορία των αδειών.
Μάλιστα, σε ενημερωτικό τους σημείωμα, απαντούν περί «θαλασσοδανείων», τονίζοντας ότι «ο τραπεζικός δανεισμός δόθηκε με διαφανή και απόλυτα εγγυοδοτημένα τραπεζικά κριτήρια. Από τότε εξυπηρετείται, όπως ορίζεται από τις σχετικές συμβάσεις, κάτι που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι κανένα δάνειο δεν εμπίπτει στην κατηγορία των λεγόμενων "κόκκινων δανείων"». Ωστόσο, λίγο πιο κάτω, εκβιάζουν λέγοντας ότι τα δάνειά τους θα γίνουν «κόκκινα» σε περίπτωση που δεν πάρουν εκ νέου άδειες. «Όσοι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν θα πάρουν άδειες, θα κλείσουν, αφήνοντας ανεκπλήρωτες τις δανειακές υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες, καθώς ως πτωχευμένες πια επιχειρήσεις δεν θα καταβάλλουν τις δόσεις των δανείων τους» αναφέρουν.
Βάσιμο, φαίνεται, πάντως το επιχείρημα πως, αν χαμένοι βγαίνουν οι νυν καναλάρχες, κερδισμένοι είναι «οι ‘εκλεκτοί’ φίλοι της κυβέρνησης που θεωρούν ότι μπορούν να ιδρύσουν εταιρείες με έδρα στο εξωτερικό (ακόμη και στην Ασία ή στην Αφρική) και με καθεστώς μετοχικής αδιαφάνειας να πάρουν μία από τις τέσσερις άδειες, δημιουργώντας το ολιγοπώλιο ενός κλειστού επαγγέλματος», ενώ προσθέτουν ότι «οι πολυεθνικές εταιρείες που θα αποκτήσουν μεγαλύτερο μέρος στη διαφήμιση, εξαιτίας της αδυναμίας των Ελλήνων διαφημιστών να ανταποκριθούν στις νέες ακριβές παραγωγές».
Αναλυτικά, οι επιπτώσεις -σύμφωνα με κύκλους της ΕΙΤΗΣΕΕ- από τη λειτουργία τεσσάρων μόνο καναλιών, μεταξύ άλλων, είναι:
«Για τους πολίτες
Ο περιορισμός των τηλεοπτικών σταθμών, που μάλιστα η αδειοδότησή τους γίνεται απευθείας από τον Υπουργό και την Κυβέρνηση συνιστά πλήγμα στην ίδια τη Δημοκρατία, καθώς καταργείται η πολυφωνία και ο πλουραλισμός των απόψεων.
Επιπλέον, η εξάρτηση των τηλεοπτικών σταθμών από τους φορείς εξουσίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται η λειτουργία τους είναι οπισθοδρόμηση. ‘Ετσι, το περιεχόμενο του προγράμματος αλλά και των απόψεων που θα εκφράζονται θα είναι προϊόν αυτής της “συναλλαγής”, στα πρότυπα ελέγχου του τηλεοπτικού προϊόντος από την κρατική τηλεόραση,
Αυτός εξάλλου είναι ο στόχος της κυβέρνησης, ο καλύτερος έλεγχος των φορέων ενημέρωσης, ώστε να μην παρουσιάζεται η αμείλικτη πραγματικότητα, ως συνέχεια του σκηνικού που έχει στηθεί από την κυβέρνηση με «κυνήγι μαγισσών» και κατασκευή «εσωτερικών εχθρών», ώστε να ενοχοποιηθούν τα ΜΜΕ για την κατάσταση που βρίσκεται η χώρα.
Επισημαίνεται ότι στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο μερίδιο τηλεθέασης σημειώνουν όχι τα οκτώ “μεγάλα” κανάλια, αλλά τα άλλα μικρότερα κανάλια. Το πρώτο θύμα του περιορισμού των αδειών που επιδιώκει η κυβέρνηση είναι αυτά τα κανάλια, που εκφράζουν διαφορετικές, “μη συστημικές” απόψεις, που δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν και να αδειοδοτηθούν.
Επιβάλλεται λοιπόν ένα είδος ολιγοπωλίου, το οποίο είναι και ευκολότερα διαχειρίσιμο από την κυβέρνηση, καθώς μπορεί καλύτερα να ελέγχει και εκβιάζει τους ελάχιστους σταθμούς που θα μείνουν, είτε μέσω της διανομής της κρατικής διαφήμισης είτε απειλώντας ότι θα βγάλει άδειες, αν δεν υπακούσουν στις επιταγές που επιβάλει.
Για τους εργαζομένους και συνεργαζόμενους
Η συνεισφορά του κλάδου είναι τεράστια όχι μόνο για την ευρύτερη ελληνική οικονομία, αλλά για τησυμβολή του στη συντήρηση πολλών ακόμα κλάδων που στηρίζονται στην ελληνική τηλεοπτική παραγωγή, όπως τον κλάδο των σκηνοθετών και ηθοποιών, των μουσικοσυνθετών, των εισπρακτικών φορέων τους για τη δημόσια εκτέλεση, των τεχνικών, των διαφημιστών.
Η συρρίκνωση του κλάδου θα επιφέρει αναπόφευκτα απολύσεις, καθώς ο αριθμός εργαζομένων, άμεσων και έμμεσων συναρτάται με το παραγόμενο προϊόν, που θα συρρικνωθεί μαθηματικά από τη μείωση ύπαρξης τηλεοπτικών σταθμών. Αναπόφευκτα, ο κλάδος των τεχνικών θα είναι το επόμενο θύμα της συρρίκνωσης.
Ακόμα κι αν κάποιος υποστηρίξει ότι η υποχρέωση 400 εργαζόμενων σε κάθε κανάλι θα σταματήσει την αύξηση της ανεργίας του κλάδου, επειδή θα αναγκαστούν οι τηλεοπτικοί σταθμοί να κάνουν προσλήψεις, αυτό είναι άστοχο, διότι η αύξηση αυτή προσωπικού που θα επιβληθεί θα χαθεί από κάπου αλλού όπου θα γίνει μείωση.
Αρκεί να επισημανθεί το πλήγμα που θα υπάρξει στις εξωτερικές παραγωγές που αποτελούν τεράστιο κομμάτι του κλάδου, που ξαφνικά θα βρεθούν χωρίς αντικείμενο, συνεπώς και χωρίς δουλειά. Η αναγκαστική αύξηση των εργαζομένων στους σταθμούς αναγκάζει και την αύξηση των εσωτερικών παραγωγών, δημιουργώντας άλλο ένα ολιγοπώλιο, πλήττοντας τους ανεξάρτητους παραγωγούς. Μάλιστα, η ΕΕ έχει προβλέψει με ειδική Οδηγία την προστασία της ανεξάρτητης παραγωγής, ωστόσο με τη ρύθμιση της κυβέρνησης έρχεται το κράτος και κάνει την αντίθετη πολιτική.
Για τους τηλεθεατές
Λιγότερες παραγωγές, λιγότερες επιλογές,, λιγότερη πολυφωνία. Ανάγκη εύρεσης νέου τηλεοπτικού προϊόντος για το οποίο θα πρέπει να πληρώσουν, είτε για δορυφορικά προγράμματα, είτε για paytv, είτε για τηλεόραση μέσω διαδικτύουκ.ο.κ. Σε συνάρτηση με τον πολλαπλό πλειοδοτικό διαγωνισμό των πολλαπλών γύρων, το ενημερώνειν δια της τηλεοράσεως γίνεται παιχνίδι με πολύ ακριβό εισιτήριο – άρα εκ των πραγμάτων ο κύκλος της πολυφωνίας μειώνεται».