Ποιος θα κρίνει το αποτέλεσμα στις εκλογές
Επιστρέφει η μπάλα στο γήπεδο της πολιτικής; Κάπως πρόωρο να το πει κανείς. Πάντως τα κόμματα (αναφέρομαι κυρίως στα δύο μεγαλύτερα και το ΠΑΣΟΚ) κάνουν ό,τι μπορούν για να αναθερμάνουν τη σχέση τους με την εκλογική πελατεία.
Το εναρκτήριο λάκτισμα προήλθε από την Χαριλάου Τρικούπη που είχε προγραμματίσει εσωκομματικές εκλογές στα τέλη του περασμένου χρόνου για να αναδείξει νέο πρόεδρο. Το ποσοστό συμμετοχής των πολιτών ήταν εντυπωσιακό και μάλιστα για μια παράταξη που εκείνη την χρονική στιγμή έγραφε μόλις 7% στις δημοσκοπήσεις. Στη συνέχεια έκανε το «double» στην πρόσφατη ψηφοφορία για το όνομα της παράταξης.
Αν ανατρέξουμε και πάλι στις μετρήσεις διαπιστώνουμε ότι σήμερα, κοντά έξι μήνες μετά την ανάδειξη στην ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει ουσιαστικά απώλειες, μ’ άλλα λόγια δεν «ξεφούσκωσε» όπως είχε γίνει αρκετές φορές στο παρελθόν όταν κόμματα με χαμηλό σκορ έβλεπαν ξαφνικά το ποσοστό τους να απογειώνεται δημοσκοπικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ. Η εκλογή του Αλέξη Τσίπρα εκτόξευσε σε πρώτη φάση το ποσοστό της Κουμουνδούρου στο 18%, όμως στις εκλογές του 2009 η παράταξη έμεινε καθηλωμένη στο 9%.
Ας επανέλθουμε όμως στο Κίνημα Αλλαγής. Υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο (MRB – newsbomb.gr) που δείχνει ότι το κόμμα αυτό όχι μόνο δεν έχει γραμμική μείωση αλλά αντίθετα έχει δημιουργήσει «πλατώ»: είναι το γεγονός ότι εισπράττει ταυτόχρονα και από τη ΝΔ και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δύσκολα λοιπόν το (δημοσκοπικό) ποσοστό του θα μπορούσε να θεωρηθεί συγκυριακό φαινόμενο. Είναι περισσότερο η αποτύπωση της δυσαρέσκειας απέναντι στο συστημικό πολιτικό σύστημα το οποίο προφανώς αντιλαμβάνεται το πρόβλημα και αναζητεί διεξόδους.
Έτσι λοιπόν, ερχόμαστε πρώτα απ’ όλα στην Κουμουνδούρου και στο εγχείρημα της ανοιχτής εκλογής. Ήταν στην πραγματικότητα ένα προσωπικό στοίχημα για τον Αλέξη Τσίπρα που κινήθηκε, ειδικά την τελευταία εβδομάδα πριν από τις εσωκομματικές κάλπες, στην λογική «όλα για όλα». Ανέλαβε υψηλό ρίσκο αλλά το αποτέλεσμα τον δικαίωσε, αν το συγκρίνουμε με τον παλιό κακό κομματικό εαυτό του ΣΥΡΙΖΑ. Ασφαλώς θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι υπολείπεται του αντίστοιχου σκορ του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, του οποίου η εκλογική δύναμη είναι αναμφίβολα υποδεέστερη. Από την άλλη όμως, υπηρετήθηκε επαρκώς ο διπλός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει μια νέα κομματική δυναμική και να ανακινήσει το ενδιαφέρον της κοινωνίας για τις θέσεις και τις απόψεις της παράταξης σε μείζονος σημασίας θέματα, που θα κρίνουν άλλωστε την έκβαση της επόμενης εκλογικής μάχης.
Φυσικά πολλά θα εξαρτηθούν από τη διαδικασία ενσωμάτωσης ενός μέρους τουλάχιστον των νέων μελών, καθώς ο ήδη υπάρχων κομματικός μηχανισμός εμφανίζεται μάλλον απρόθυμος για διευρύνσεις και πάσης φύσεως “μοντερνιές”. Επίσης πολλά θα εξαρτηθούν από το αν η παράταξη θα κατορθώσει να εμφανίσει έναν πιο ανεκτικό δημόσιο λόγο. Η πολυφωνία στο εσωτερικό του κόμματος είναι σαφέστατα δείγμα υγείας, όταν όμως (μετά μάλιστα τη λήψη των αποφάσεων) μεταφέρεται στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό μάλλον σύγχυση και ενδεχομένως ανασφάλεια προκαλεί στην κοινή γνώμη.
Στο χορό των κομματικών πρωτοβουλιών μπήκε και η Νέα Δημοκρατία, οργανώνοντας το προσυνέδριό της, προκειμένου και εκείνη να βάλει το δικό της αποτύπωμα στη πολιτική ατζέντα, με πρόταγμα τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Είναι γνωστό από τις δημοσκοπήσεις ότι η ακρίβεια θεωρείται η «αχίλλειος πτέρνα» της κυβέρνησης, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να συνδυαστεί με την αισχροκέρδεια. Εξ ου και η δεδηλωμένη απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να φορολογηθούν σε ποσοστό 90% τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον χώρο της ενέργειας. Εν όψει, μάλιστα, της διπλής εθνικής κάλπης, το κυβερνών κόμμα έβαλε στο τραπέζι και το δίλημμα «πρόοδος (δηλαδή μεταρρυθμίσεις) ή συντήρηση», το οποίο μάλλον θα είναι το «περιτύλιγμα», γιατί βλέπω στην τελική ευθεία να έρχεται ένα πολύ πιο σκληρό σύνθημα: «ακυβερνησία ή σταθερότητα».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φθάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: Τι θα κρίνει το εκλογικό αποτέλεσμα; Αναμφίβολα η μεσαία τάξη, που εδώ και πολλά χρόνια την έχουν στη γωνία. Την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ περίμενε στην ουρά για να σωθεί ο ευάλωτος. Επί Νέας Δημοκρατίας περίμενε πάλι στην ουρά χάριν της δημοσιονομικής σταθερότητας και της ανάπτυξης, με τόνωση της επιχειρηματικότητας, άρα στήριξης των ισχυρών. Για την ώρα ελκυστικό αφήγημα δεν ακούει, τουλάχιστον από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα.