Υποκλοπές: Συνταγματική εκτροπή (;), λαϊκή αδιαφορία
Η επικοινωνιακά φθίνουσα υπόθεση των υποκλοπών ήρθε με ορμητικό τρόπο στο προσκήνιο και στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης, μετά το συγκλονιστικό πόρισμα της ΑΔΑΕ που πιστοποιεί ότι η ΕΥΠ παρακολουθούσε το σύνολο της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς επίσης τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας και έναν υπουργό της κυβέρνησης.
Δύσκολα θα μπορούσε να δεχτεί κάποιος από εμάς ότι η αντιπολίτευση «τζογάρει» όταν μιλάει για «εικόνα εθνικής παρακμής» και για καραμπινάτη «συνταγματική εκτροπή».
Γεννώνται ορισμένα σημαντικά ερωτήματα: Ποιοι και για ποιους λόγους έδωσαν εντολή για την παρακολούθηση στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας που κατέχουν νευραλγικές θέσεις στις οποίες, μάλιστα, έχουν τοποθετηθεί κατόπιν ανενδοίαστης κυβερνητικής απόφασης; Δημιουργήθηκε άραγε έλλειμμα εμπιστοσύνης ως προς τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ; Και εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί παραμένουν στη θέση του την ώρα που ο Ερντογάν απειλεί, κάθε τρεις και λίγο, ότι θα μπουκάρει νύχτα;
Σε κεντρικό πρόσωπο της υπόθεσης αυτής αναδεικνύεται ο δικαστής Χρήστος Ράμμος (πρόεδρος της ΑΔΑΕ), ο οποίος ζήτησε αρχικά να ενημερώσει για το αποτέλεσμα των ερευνών του την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, που παρεμπιπτόντως ασχολείται εντατικά με το θέμα των υποκλοπών και ως προς το σκέλος των «νόμιμων» (ο Θεός να τις κάνει) επισυνδέσεων. Σύσσωμοι οι βουλευτές της συμπολίτευσης, με μπροστάρη τον πρόεδρο του Κοινοβουλίου Κώστα Τασούλα διαπίστωσαν θεσμικό ανάρμοστο και έβγαλαν απαγορευτικό. Γιατί παρακαλώ; Τους απείλησε, μήπως, ο άνθρωπος ότι αν δεν τον δεχτούν θα έρθει με το έτσι θέλω; Μάλλον όχι. Απλώς ανταποκρίθηκε στην αυτονόητη θεσμική του υποχρέωση να ενημερώσει τους καθ’ ύλην αρμοδίους. Διότι – σε τελευταία ανάλυση – τι θα έπρεπε να κάνει με το συμπέρασμα – φωτιά στο οποίο κατέληξε; Να το συζητάει τα Σαββατοκύριακα με την οικογένειά του; Ή μήπως να το κάνει το φέιγ βολάν και να το πετάει στο Σύνταγμα;
Αστεία πράγματα με άλλα λόγια. Αλλά δυστυχώς ακολούθησαν και χειρότερα. Ο κύριος Ράμμος πράττοντας, πάλι, το αυτονόητο, έδωσε τον σχετικό φάκελο στον Αλέξη Τσίπρα που είχε ζητήσει να τον συναντήσει για αυτό ακριβώς το θέμα και ταυτοχρόνως τον απέστειλε στον πρωθυπουργό και τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς. Ορθότατα. Και ενώ εκ του περιεχομένου του φακέλου εγείρετο μείζον θέμα συνταγματικής νομιμότητας, η κυβέρνηση αρνήθηκε να ασχοληθεί με την «ταμπακιέρα» επιχειρώντας παράλληλα να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο συγκεκριμένος δικαστής αλληθωρίζει προς την Κουμουνδούρου (!). Ποιος καλέ, ο άνθρωπος που υποδείχθηκε από τη Νέα Δημοκρατία, ψηφίστηκε από τη Νέα Δημοκρατία και εξελέγη με πλειοψηφία 4/5 από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής; Έλεος.
Η συνέχεια είναι λίγο – πολύ γνωστή. Το σκάνδαλο των υποκλοπών που θεωρείται η «αχίλλειος πτέρνα» της κυβερνώσας παράταξης, πήρε ακριβώς την τροπή εκείνη που ήθελε per mare per terra να αποφύγει το Μέγαρο Μαξίμου. Βέβαια, κατά μία άποψη, η απόφαση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, να προχωρήσει σε κατάθεση πρότασης μομφής ενδεχομένως να ανακουφίσει πολιτικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος έτσι θα μπορέσει πιθανώς να κλείσει αυτό το κεφάλαιο, καταγράφοντας μάλιστα την απόλυτη στήριξη της κοινοβουλευτικής του ομάδας, το σύνολο των μέχρι σήμερα κυβερνητικών πεπραγμένων. Σωστό, υπό την προϋπόθεση ότι… δεν θα ξανανοίξει ο «ασκός του Αιόλου».
Ας έλθουμε, όμως, σε μια άλλη πτυχή του θέματος. Γνωρίζουμε ότι οι πολίτες σε μεγάλο ποσοστό αξιολογούν ως σημαντικό το σκάνδαλο των υποκλοπών. Την ίδια ώρα, ωστόσο, όταν απαντούν σε διαφορετική ερώτηση λίγο – πολύ λένε… εντάξει βρε παιδί μου, αλλά έχουμε και άλλες σκοτούρες. Πώς γίνεται, λοιπόν, ένα ζήτημα που σχετίζεται με τη λειτουργία της Δημοκρατίας, να καταλήγει ουσιαστικά στον πάτο των κριτηρίων που θα επηρεάσουν την ψήφο του εκλογικού σώματος;
Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να παραθέσω (αντί επιλόγου) ένα απόσπασμα από το ενδιαφέρον και μάλλον προφητικό βιβλίο που έγραψε το 2021 ο Προκόπης Παυλόπουλος με τίτλο: «Μετέωρο βήμα» της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας:
«Στο όνομα και στον βωμό της διασφάλισης μιας σχετικώς άνετης κοινωνικής και οικονομικής ζωής, της οποίας οι προοπτικές εμφανίζονται, τεχνηέντως, σταθερές για το ορατό μέλλον – και, οπωσδήποτε, εθελοτυφλώντας ως προς τις διαρκώς εντεινόμενες ανισότητες και τις εντεύθεν δυσοίωνες προκλήσεις του αύριο – αποδεχόμαστε, δίχως μεγάλη αντίσταση, αποφάσεις εκτεταμένου περιορισμού της Ελευθερίας και των επιμέρους δικαιωμάτων που τη συνθέτουν, θεωρώντας μια τέτοια εξέλιξη και φυσιολογική και, ως έναν βαθμό, ακόμη και ευεργετική».