Δημοσκοπική εικόνα και πολιτική προοπτική - Μετά το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, τι;
Με μια πρώτη ματιά, η εικόνα που σχηματοποιείται από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων της τελευταίας περιόδου είναι σχεδόν πανομοιότυπη: πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, τάση ανατροπής ή και ανατροπή στην κορυφή της επετηρίδας της κεντροαριστεράς, ενίσχυση όλων ουσιαστικά των κομμάτων που βρίσκονται στα αριστερά της κυβερνώσας παράταξης -κυρίως του ΚΚΕ- καθώς επίσης και ενίσχυση των δύο σχηματισμών που τοποθετούνται στα άκρα δεξιά του ιδεολογικού φάσματος (Βελόπουλος – Νίκη).
Όλη αυτή η ανακατωσούρα προκύπτει ουσιαστικά από τη συνεχιζόμενη «αιμορραγία» του ΣΥΡΙΖΑ που χάνει επιπροσθέτως 3,6 ποσοστιαίες μονάδες (μετά τη συντριπτική του ήττα στις διπλές βουλευτικές κάλπες) προς πάσα κατεύθυνση. Άραγε πρόκειται για μια παγιωμένη εικόνα, μια εικόνα η οποία -με ορίζοντα τις ευρωεκλογές- θα έχει μια στασιμότητα; Ας θέσουμε ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα.
Ερώτημα πρώτο: Η Νέα Δημοκρατία καταγράφει αξιοσημείωτη συσπείρωση, αν γίνονταν αύριο εκλογές θα εξασφάλιζε και αυτοδυναμία και περισσότερες έδρες, ακόμη κι αν έμπαιναν περισσότερα κόμματα στο κοινοβούλιο. Διατυπώνεται ωστόσο η άποψη ότι το έδαφος που πατά -εν ολίγοις το εκλογικό της ακροατήριο- δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητα πλήρως σταθερό. Και τούτο γιατί υπάρχει το ηχηρό μήνυμα – προειδοποίηση στο δεύτερο γύρο των πρόσφατων αυτοδιοικητικών εκλογών, κάτι σαν «πρόσεξε σε βλέπω» ενώ παράλληλα έχει διαπιστωθεί (δημοσκοπικά) έντονη κινητικότητα στο κεντρώο τμήμα της εκλογικής της βάσης. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε, βέβαια, ότι το κυβερνών κόμμα προς το παρόν δεν έχει αντίπαλο και μάλιστα τη στιγμή που η ελληνική κοινωνία προτάσσει ως απόλυτο ζητούμενο το δίπολο ασφάλεια (πού να μπαίνουμε τώρα σε περιπέτειες) και αποτελεσματικότητα (λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητας). Και ένα τελευταίο όμως: η ακρίβεια καραδοκεί. Άλλωστε αναδεικνύεται από τους πολίτες σε υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα, την ώρα, μάλιστα, που πιστεύουν ότι η κυβέρνηση κάθε άλλο παρά πράττει τα δέοντα.
Ερώτημα δεύτερο: Ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται στην κόψη του ξυραφιού, μετά από τις συνεχιζόμενες (απ’ ό,τι φαίνεται) αποχωρήσεις, ενώ ο Στέφανος Κασσελάκης που τον περασμένο Σεπτέμβριο έκανε μεγάλο γκελ (σε σχετική δημοσκόπηση της MRB καταγραφόταν δεύτερος στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό και μάλιστα σε όχι μεγάλη απόσταση από τον Κυριάκο Μητσοτάκη), τώρα δείχνει να έχει χάσει αυτή τη δυναμική. Σημασία έχουν δύο παράγοντες:
Να πέσουν τίτλοι τέλους στην εσωκομματική μιζέρια έτσι ώστε η Κουμουνδούρου να επανέλθει, εφόσον βρεθεί modus vivendi, σε θετική ατζέντα με σύγχρονο λόγο και να αποδείξει ο νέος πρόεδρος ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες κυρίως κεντρώων ψηφοφόρων (όπου κι αν βρέθηκαν στις τελευταίες εκλογές). Να αποδείξει δηλαδή ότι μπορεί πράγματι να αποτελέσει αντίπαλο δέος, τερματίζοντας ή περιορίζοντας έστω, το μονότερμα που παίζεται σήμερα.
Ερώτημα τρίτο: Πώς βρέθηκε το ΠΑΣΟΚ (δημοσκοπικά πάντα) στη δεύτερη θέση; Μήπως λόγω της ευγενούς… χορηγίας του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς το ίδιο να έχει ενστερνισθεί ιδιαιτέρως το γνωστό ρητό «συν Αθηνά και χείρα κίνει»; Αν είναι έτσι, όλα παίζονται στις πρωτοβουλίες, «στην μπάλα» που θα παίξει από εδώ και μπρος η Χαριλάου Τρικούπη, δεδομένου ότι το αποτέλεσμα της τελευταίας αποτύπωσης ήταν κυρίως αντανακλαστικό και δεν συνδέεται αυτονόητα με δυναμική τάση. Διαφορετικά το πανελλήνιο κίνημα κινδυνεύει να παγιδευτεί με τον τρόπο που ο ΣΥΡΙΖΑ παγιδεύτηκε στο 31,5% του 2019.
Συμπέρασμα: Πρόκειται προφανώς για μια σύνθετη εξίσωση με περισσότερες της μίας «παράφρονες μεταβλητές». Άκρη δεν βγάζουμε ακόμη. Μπορούμε να κάνουμε, όμως, μία υπόθεση για το περιβάλλον στο οποίο θα διεξαχθεί η πολιτική αντιπαράθεση από εδώ και μπρος. Με μια κουβέντα, αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο τέλος, για πολλούς λόγους, άλλωστε δεν τροφοδοτείται και από τον πολιτικό λόγο που αρθρώνει ο κ. Κασσελάκης. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι στο χώρο που βρίσκεται στα αριστερά της ΝΔ και λόγω «εσωτερικών ανταγωνισμών», θα επαναπροσδιορισθεί η στόχευση και θα αναπτυχθεί μια έντονη κριτική για τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης από όλες τις πλευρές. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει λόγο να το κάνει για να διασφαλίσει την πολιτική του επιβίωση. Το ΠΑΣΟΚ, πάλι, έχει επίσης ισχυρό κίνητρο, αν θέλει να παγιωθεί στη δεύτερη θέση και να «φουσκώσει» (περαιτέρω) το ποσοστό του. Όσο για το ΚΚΕ διαφαίνεται ότι «βάζει στο μάτι» την τρίτη θέση, στοχεύει να υπερκεράσει τον ΣΥΡΙΖΑ παίρνοντας, έτσι, και μια «ιστορική» ρεβάνς. Κάτι ανάλογο ενδέχεται να συμβεί και στα δεξιά της κυβερνητικής παράταξης. Σε μια τέτοια περίπτωση, λοιπόν, άλλο… τοπίο.