Πως αποτίμησαν επενδυτές και χρηματιστήριο τους ανασχηματισμούς της τελευταίας οκταετίας
Το Χρηματιστήριο λειτουργεί ως προεξοφλητικός μηχανισμός, αλλά και ως παρατηρητής των εξελίξεων στην οικονομία. Αυτή η διττή του ιδιότητα του προσδίδει ειδικό ρόλο ως προς την αποτίμηση των πολιτικών εξελίξεων. Μια από τις πολιτικές επιλογές στις οποίες η ελληνική κεφαλαιαγορά έχει δείξει πως έχει «ευαισθησία» είναι και οι κυβερνητικοί ανασχηματισμοί.
Ανασκοπώντας την τελευταία οκταετία και τους ανασχηματισμούς στους οποίους προχώρησαν οι κυβερνήσεις Σαμαρά, Τσίπρα και Μητσοτάκη οδηγείται κανείς σε κάποια συμπεράσματα, για το ποιοι έγιναν σε λάθος χρονική στιγμή και ποιοι ήταν σχετικά ανώδυνοι , σε σχέση πάντα με το κριτήριο των επενδυτών και την πορεία των μετοχών.
Όταν έγινε ο ανασχηματισμός της 25ης Ιουνίου 2013 ο Γενικός Δείκτης Τιμών στο Χρηματιστήριο Αθηνών ήταν στις 840,71, δηλαδή σε επίπεδα υψηλότερα από ότι είναι σήμερα. Στο δωδεκάμηνο που ακολούθησε του ανασχηματισμού η κυβέρνηση Σαμαρά μπόρεσε να εμπεδώσει την επενδυτική εμπιστοσύνη και να προσελκύσει κεφάλαια.
Έτσι, στις 10 Ιουνίου 2014 όταν και έγινε ο δεύτερος ανασχηματισμός της κυβέρνησης Σαμαρά ο Γενικός Δείκτης Τιμών στο Χρηματιστήριο Αθηνών είχε εκτοξευθεί στις 1.322 μονάδες και το ελληνικό δεκαετές ομόλογο κατέγραφε απόδοση 5,60%, τη χαμηλότερη από τα τέλη του 2010.
Οι αλλαγές προσώπων στον ανασχηματισμό του Ιουνίου 2014 θεωρήθηκαν ατυχείς. Από τον Ιούνιο του 2014 ξεκίνησε η πτώση του ΧΑΑ εξαιτίας του αυξημένου πολιτικού ρίσκου που σηματοδότησε το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, αλλά και της πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής που πυροδότησε αρχικά τον Αύγουστο του 2014 η εισαγωγή του ΕΝΦΙΑ και ακολούθως τον Οκτώβριο η έναρξη της διαδικασίας για την προεδρική εκλογή.
Ο επόμενος ανασχηματισμός έγινε από τον Αλέξη Τσίπρα στις 17 Ιουλίου 2015 και ήταν ο ανασχηματισμός που οδήγησε στην αντικατάσταση των στελεχών που αντιτάχθηκαν στην ψήφιση του τρίτου Μνημονίου. Αυτός ο ανασχηματισμός έγινε με κλειστό το Χρηματιστήριο Αθηνών, λόγω της τραπεζικής αργίας που είχε επιβληθεί από τις 29 Ιουνίου 2015 λόγω των capital controls. Όταν λειτούργησε ξανά το Χρηματιστήριο στις 3 Αυγούστου 2015, ο Γενικός Δείκτης Τιμών ήταν στις 668,06 μονάδες και η κεφαλαιοποίηση του ΧΑΑ στα 40,595 δισ. ευρώ.
Στους 17 μήνες που ακολούθησαν, η κυβέρνηση Τσίπρα μπήκε στα «βαθιά», προχωρώντας σε δύσκολες μεταρρυθμίσεις με πολλές παλινωδίες, ενώ υλοποίησε και την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία άφησε στίγμα στην κεφαλαιαγορά. Έτσι, όταν έγινε ο δεύτερος ανασχηματισμός της διακυβέρνησης Τσίπρα στις 5 Νοεμβρίου 2016 ο Γενικός Δείκτης Τιμών είχε υποχώρησε στις 573,92 μονάδες.
Ωστόσο, από τον ανασχηματισμό αυτό προέκυψε ένα κυβερνητικό σχήμα που αποδείχθηκε αρκετά λειτουργικό και το οποίο μπόρεσε να βρει ένα modus vivendi με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και να υλοποιήσει επώδυνες μεταρρυθμίσεις με σχετικά μικρές πολιτικές αντιδράσεις.
Έτσι, όταν έγινε ο τρίτος ανασχηματισμός της διακυβέρνησης Τσίπρα στις 29 Αυγούστου 2018 η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά είχε ήδη ανακάμψει σε σημαντικό βαθμό και είχε ανέλθει στις 737,47 μονάδες. Μέχρι τις εκλογές του Ιουλίου 2019, οπότε επήλθε και η κυβερνητική αλλαγή, το ΧΑΑ είχε ανέλθει στις 829,94 μονάδες, δηλαδή περίπου στα επίπεδα που ήταν το Ιούνιο του 2013.
Μέχρι να ενσκήψει η πανδημία του κορωνοϊού το ελληνικό χρηματιστήριο διατηρούσε τη θετική του δυναμική και στα μέσα Ιανουαρίου 2020 είχε βρεθεί έως τις 948,64 μονάδες. Ωστόσο, η κατάρρευση των διεθνών αγορών ως απότοκο της υγειονομικής κρίσης οδήγησε σε μεγάλη πτώση και την ελληνική κεφαλαιαγορά, η οποία βρέθηκε στις 484,40 μονάδες στις 16 Μαρτίου 2020. Από εκείνο ωστόσο το σημείο και μετά οι συντονισμένες κινήσεις της κυβέρνησης , της ΕΕ και της ΕΚΤ στήριξαν την επενδυτική ψυχολογία. Έτσι, ο πρώτος ανασχηματισμός της κυβέρνησης Μητσοτάκης στις 5 Αυγούστου 2020 βρήκε τον Γενικό Δείκτη να έχει ανακάμψει στις 636,92 μονάδες. Από τότε έως σήμερα ακολούθησε ένα χρηματιστηριακό ράλι που έχει φέρει τον Γενικό Δείκτη Τιμών στις 808,99 μονάδες.
Ωστόσο, τα δύσκολα για την ελληνική οικονομία και την ελληνική κυβέρνηση βρίσκονται μπροστά και αναμφίβολα τα 32 δισ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης δεν επαρκούν από μονά τους , ούτε για να οδηγήσουν σε βιώσιμη ανάπτυξη την οικονομία, ούτε για να επαναφέρουν σε βιώσιμη δημοσιονομική τροχιά την χώρα. Στη βάση αυτή, ο νέος ανασχηματισμός θα είναι υψηλού συμβολισμού για τις μεσοπρόθεσμες επιδιώξεις της κυβέρνησης. Υπό αυτό το πρίσμα θα τον κρίνουν και οι επενδυτές.