Προτάσεις για αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ μετά την πανδημία
Τρεις γνωστοί οικονομολόγοι, ο Ολιβιέ Μπλανσάρ του Peterson Institute, ο Τζερομίν Ζετελμάιερ υποδιευθυντής του τμήματος στρατηγικής του ΔΝΤ και ο Αλβάρο Λεάντρο οικονομολόγος της CaixaBank σε εργασία τους επιχειρηματολόγησαν υπέρ της αλλαγής του Συμφώνου Σταθερότητας της ΕΕ.
Σύμφωνα με τους τρεις οικονομολόγους, για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, οι δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) περιορίζονται από ολοένα και πιο περίπλοκους κανόνες που βασίζονται σε κοινούς στόχους χρέους και ελλείμματος, γνωστοί ως Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Για να αντιμετωπίσει το ιστορικό σοκ που οφείλεται στην πανδημία COVID-19, η ΕΕ ανέστειλε αυτούς τους κανόνες τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2021. Όπως τονίζουν , σήμερα «υπάρχει ευρεία συναίνεση ότι οι κανόνες θα πρέπει να αναμορφωθούν πριν μπορέσουν να αποκατασταθούν – λόγω των υψηλών επιπέδων χρέους που προέκυψαν κατά την πανδημία, αλλά και για την αντιμετώπιση των μακροχρόνιων ελλείψεών τους».
Οι ίδιοι προτείνουν μια διαφορετική προσέγγιση. Όπως τονίζουν, ενώ το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ένωσης μπορεί να βελτιωθεί, το κύριο πρόβλημά της έγκειται στην εφαρμογή δημοσιονομικών κανόνων που δεν θα διαφέρουν ανάλογα με τον χρόνο ή την ποικιλομορφία της χώρας. Έτσι, προτείνουν την απόρριψη των δημοσιονομικών κανόνων, υπέρ των δημοσιονομικών προτύπων, τα οποία συνιστούν ποιοτικές προδιαγραφές που αφήνουν περιθώρια για αξιολόγηση.
Όπως αναφέρουν, τα πρότυπα θέτουν έναν στόχο, αλλά δεν διατυπώνουν πλήρως τον τρόπο για το πώς να τον επιτύχουν. «Μην οδηγείτε γρηγορότερα από 55 μίλια / ώρα» είναι ένας κανόνας. Το «Μην οδηγείτε πολύ γρήγορα» είναι ένα πρότυπο. Η ταχύτητα που θεωρείται «υπερβολική» θα εξαρτηθεί από το πλαίσιο και θα είναι το αποτέλεσμα μιας αξιολόγησης που θα βασίζεται σε κοινωνικούς κανόνες και νομικά προηγούμενα.
Κατά τους ίδιους, ο ρόλος των δημοσιονομικών κανόνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαφέρει ριζικά από εκείνον των εθνικών δημοσιονομικών κανόνων. Υπάρχουν εθνικοί κανόνες για να βοηθήσουν τις χώρες να επιτύχουν τους στόχους πολιτικής που έχουν θέσει οι ίδιες. Αντίθετα, ο μοναδικός σκοπός των δημοσιονομικών κανόνων ή προτύπων της ΕΕ πρέπει να είναι να διασφαλιστεί ότι το χρέος κάθε χώρας παραμένει σταθερό προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος επιπτώσεων μεταξύ των κρατών-μελών. Όσο αυτό διασφαλίζεται, τα κράτη-μέλη πρέπει να είναι ελεύθερα να ακολουθήσουν την προτιμώμενη δημοσιονομική τους πολιτική.
«Το ισχύον δημοσιονομικό πρότυπο, ήτοι πως «τα κράτη-μέλη πρέπει να αποφύγουν τα υπερβολικά δημόσια ελλείμματα», θα παραμείνει η αφετηρία. Η νομοθεσία της ΕΕ θα καθιερώσει ένα γενικό πρότυπο σε περίπτωση που τα ελλείμματα θεωρηθούν υπερβολικά. Θα μπορούσε επίσης να υιοθετήσει έναν ορισμό της βιωσιμότητας του χρέους, έναν ορισμό του επιπέδου στο οποίο μια πιθανότητα για υψηλής βιωσιμότητας θεωρείται «υψηλή» και θα προσδιορίζει μεθόδους που μπορούν να βοηθήσουν στην πρόταση μιας καλής αποτίμησης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ΕΚΤ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν ήδη αναπτύξει μεθόδους αυτού του τύπου. Η νομοθεσία της ΕΕ θα μπορούσε επίσης να ορίζει τα κριτήρια που θα ενημερώνουν το ελάχιστο ποσοστό δημοσιονομικής προσαρμογής σε περίπτωση που το χρέος θεωρείται μη βιώσιμο», αναφέρουν στην πρότασή τους οι Μπλανσάρ, Ζετελμάιερ και Λεάντρο.