EY: Πώς θα γίνει η Ελλάδα διεθνές εμπορευματικό κέντρο
Τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτελέσει η Ελλάδα στην προσπάθειά της να εξελιχθεί σε ένα διεθνές εμπορευματικό κέντρο και κόμβο logistics, αλλά και τις μεγάλες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει στο μέλλον, παρουσιάζει έρευνα της EY Ελλάδος.
Η έρευνα τονίζει την ανάπτυξη που σημειώθηκε στον ελληνικό κλάδο των μεταφορών και logistics τα τελευταία χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη έκδοσή της, το 2017, ως αποτέλεσμα της στρατηγικής γεωγραφικής θέσης της χώρας, της ανάκαμψης της οικονομίας και ενός φιλικότερου επενδυτικού περιβάλλοντος.
Σημειώνει, ωστόσο, ότι η ανάπτυξη αυτή οφείλεται κυρίως σε εξελίξεις στους κλάδους της ναυτιλίας και της ναυτιλιακής εφοδιαστικής αλυσίδας, καθώς και στις οδικές υποδομές, καταλήγοντας ότι θα απαιτηθεί εντατικότερη προσπάθεια σε ό,τι αφορά τις σιδηροδρομικές και αεροπορικές εμπορευματικές μεταφορές, τις υποδομές logistics της ενδοχώρας (hinterland logistics), την αγορά παροχής υπηρεσιών logistics προς τρίτους (third party logistics - 3PL), τις τελωνειακές υπηρεσίες και, κυρίως, τη διασύνδεση αυτών των διακριτών στοιχείων του ελληνικού κλάδου μεταφορών και logistics.
Η κυρίαρχη θέση της ελληνικής ναυτιλίας, που αντιπροσωπεύει το 15,6% του παγκόσμιου εμπορικού στόλου με βάση τη χωρητικότητα τόνων νεκρού βάρους (deadweight tonnage – DWT), υπήρξε η βασική κινητήρια δύναμη που έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη του ελληνικού ναυτιλιακού συμπλέγματος, αναδεικνύοντάς το ως ένα από τα πιο σημαντικά και ανταγωνιστικά θαλάσσια κέντρα παγκοσμίως.
Επιπλέον, σε μια εποχή που οι εμπορικές ροές μεταξύ Ασίας και Ευρώπης συνεχίζουν να αυξάνονται κάθε χρόνο, ο Πειραιάς προσφέρει μια εξαιρετικά ανταγωνιστική εναλλακτική επιλογή απευθείας σύνδεσης με τα λιμάνια της Άπω Ανατολής, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα – για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά – το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι στη Μεσόγειο και το τέταρτο μεγαλύτερο στην Ευρώπη, με βάση τον συνολικό αριθμό διακινηθέντων εμπορευματοκιβωτίων (TEUs), παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας στο παγκόσμιο εμπόριο.
Παράλληλα, η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και οι αντίστοιχες επενδύσεις που υλοποιούνται, καθώς και η προγραμματισμένη δημιουργία του εμπορευματικού σταθμού στο πρώην στρατόπεδο Γκόνου, αναμένεται να αναβαθμίσουν τη Θεσσαλονίκη σε σημαντικό ευρωπαϊκό λιμένα για την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αντίστοιχες προοπτικές δημιουργούνται και για αρκετούς από τους 25 σημαντικούς εμπορικούς λιμένες της χώρας, πέντε από τους οποίους έχουν αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως λιμένες στρατηγικού ενδιαφέροντος.
Η έρευνα περιλαμβάνει, επίσης, μια «ακτινογραφία» της ελληνικής αγοράς 3PL, η οποία είναι κατακερματισμένη, αποτελούμενη κυρίως από μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις που καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Επιπρόσθετα, αναλύονται οι προοπτικές που δημιουργούνται με την κατασκευή του εμπορευματικού κέντρου στο Θριάσιο Πεδίο, που, όταν ολοκληρωθεί, θα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους χερσαίους λιμένες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, ενισχύοντας σημαντικά τις υποδομές logistics της ενδοχώρας του λιμανιού του Πειραιά, ενώ γίνεται αναφορά και στην ανάπτυξη των επιχειρηματικών πάρκων αλυσίδας εφοδιασμού στα Οινόφυτα και την Ηγουμενίτσα.
Ως προς τις οδικές εμπορευματικές μεταφορές, η έρευνα καταγράφει τη σημαντική ανάπτυξη του ελληνικού οδικού δικτύου τα τελευταία έτη, το οποίο πλέον ξεπερνά τα 2.145 χλμ αυτοκινητοδρόμων, ενώ εξετάζονται και προγραμματιζόμενα νέα έργα, όπως ο Βόρειος Οδικός Άξονας Κρήτης (ΒΟΑΚ). Τονίζεται, ωστόσο, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων του κλάδου, το χαμηλό περιθώριο κέρδους των υπηρεσιών μεταφοράς και η σχετικά περιορισμένη διείσδυση του τομέα των μεταφορών για λογαριασμό τρίτων στις συνολικές δραστηριότητες οδικών εμπορευματικών μεταφορών.
Η έρευνα αναφέρεται και στην ανάπτυξη των αεροπορικών μεταφορών εμπορευμάτων στα ελληνικά αεροδρόμια κατά τα τελευταία χρόνια, στην κατασκευή του νέου αεροδρομίου στο Καστέλι της Κρήτης, καθώς και στην αναβάθμιση των 14 παραχωρηθέντων περιφερειακών αεροδρομίων, και στις προοπτικές που αυτές οι εξελίξεις δημιουργούν για την ανάδειξη της Ελλάδας ως πύλη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης για τις εμπορευματικές αερομεταφορές.
Τέλος, αναλύεται η πρόοδος που έχει συντελεστεί σε ό,τι αφορά το νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο για τα logistics και τα τελωνεία, γεγονός που συνέβαλε στη βελτίωση της διεθνούς κατάταξης της χώρας όσον αφορά τη διευκόλυνση και την ανταγωνιστικότητα του εμπορίου και τις επιδόσεις της στον τομέα των logistics.
Η έρευνα καταγράφει, επίσης, τις απόψεις εκπροσώπων επιχειρήσεων από διάφορους κλάδους της οικονομίας, σχετικά με τις λειτουργίες και τις υποδομές των επιμέρους στοιχείων του ελληνικού κόμβου logistics. Οι συμμετέχοντες εμφανίζονται ικανοποιημένοι, σε μεγάλο βαθμό, ως προς την πρόοδο που σημειώνεται στις λιμενικές υποδομές, το οδικό δίκτυο και τις οδικές μεταφορές, ενώ βλέπουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης κυρίως στις τελωνειακές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες και τις υποδομές 3PL / 4PL και το σιδηροδρομικό δίκτυο.
Το 42% των ερωτηθέντων αξιολογούν ως «επαρκή» την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας ως περιφερειακό διαμετακομιστικό κέντρο και κόμβο logistics, με 12% να απαντούν ότι ξεπερνά τις προσδοκίες τους. Αντίθετα, το 43% εντοπίζουν περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης, κρίνοντας ότι η ανταγωνιστικότητα των logistics της χώρας είναι «χαμηλή».