Οι κεντρικές τράπεζες απομακρύνονται από την αφήγηση του «παροδικού» πληθωρισμού
Καθώς οι αυξήσεις των τιμών επιταχύνονται, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις κορυφαίες κεντρικές τράπεζες αρχίζουν σιγά - σιγά να απομακρύνονται από την αφήγηση του «παροδικού» πληθωρισμού που τους έχει ήδη κοστίσει την πρωτοβουλία πολιτικής. Αλλά η απαραίτητη αλλαγή απέχει πολύ από το να ολοκληρωθεί και δεν είναι αρκετά γρήγορη, ιδιαίτερα στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Η τρέχουσα περίοδος πληθωρισμού αποτελεί μέρος μιας γενικής διαρθρωτικής αλλαγής στο παγκόσμιο μακροοικονομικό καθεστώς. Εχουμε περάσει από μια κατάσταση ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης σε μια κατάσταση στην οποία η ζήτηση έχει ανακάμψει.
Οι λιανικές πωλήσεις στις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 13,9% περισσότερο από το αναμενόμενο σε ετήσια βάση τον Σεπτέμβριο, υποδεικνύοντας ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετές τσέπες συσσωρευμένης αγοραστικής δύναμης που μεταφράζονται σε πραγματική ζήτηση.
Ο υψηλότερος και πιο επίμονος πληθωρισμός υπογραμμίζει τέτοιες ανησυχίες, επειδή οι επιπτώσεις του είναι πολύπλευρες – οικονομικές, χρηματοπιστωτικές, θεσμικές, πολιτικές και κοινωνικές. Αυτά τα αποτελέσματα θα αποδεικνύονται όλο και πιο ανομοιόμορφα ως προς τον αντίκτυπό τους, πλήττοντας ιδιαίτερα τους φτωχούς. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι επιπτώσεις από την έκρηξη του πληθωρισμού κινδυνεύουν να χτυπήσουν ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες με χαμηλότερο εισόδημα.
Ολα αυτά καθιστούν ακόμη πιο σημαντικό οι πολιτικοί να ενεργήσουν άμεσα για να διασφαλίσουν ότι η τρέχουσα πληθωριστική φάση δεν θα καταλήξει να υπονομεύει άσκοπα την οικονομική ανάπτυξη, να αυξάνει την ανισότητα και να τροφοδοτεί τη χρηματοπιστωτική αστάθεια.
Αυτό σημαίνει λήψη μέτρων για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, την ενίσχυση της παραγωγικότητας και την αύξηση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει επίσης να ενισχύσουν την προληπτική ρύθμιση και την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα, ιδίως του μη τραπεζικού συστήματος. Και, δεδομένων των μεγαλύτερων πιέσεων στα εταιρικά περιθώρια κέρδους και της ικανότητας των μεγάλων εταιρειών να αντιμετωπίζουν τις διακοπές της προσφοράς, θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τη συγκέντρωση των επιχειρήσεων.