Μέχρι τις αρχές του 2013 η ολοκλήρωση της ένωσης ΕΤΕ - Εurobank
«Η ανάγκη για συγκέντρωση στον τραπεζικό κλάδο είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Η τρέχουσα οικονομική συγκυρία επιβάλλει τη δημιουργία μεγαλύτερων και πιο βιώσιμων τραπεζικών σχημάτων, που θα είναι σε θέση να παράγουν συνέργειες και να επιστρέψουν στις αγορές ταχύτερα, αντλώντας κεφάλαια και χρηματοδότηση, με απώτερο στόχο την αποδοτικότερη λειτουργία τους και τη δημιουργία αξίας για τον μέτοχο», τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Τουρκολιάς, μιλώντας στη γενική συνέλευση της Εθνικής Τράπεζας.
O διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας εκτίμησε ότι «οι τρέχουσες ραγδαίες εξελίξεις στον κλάδο συντελούνται υπό αυτό το πρίσμα και θα οδηγήσουν στη θεμελίωση τριών ισχυρών τραπεζικών ομίλων». Η συγχώνευση Εθνικής Τράπεζας με την Eurobank θα συμπληρώσει την επιχειρηματική δραστηριότητα της ΕΤΕ, δημιουργώντας έναν όμιλο με ηγετική θέση στην Ελλάδα και ιδιαίτερη βαρύτητα στη Νοτιανατολική Ευρώπη. Η ισχύς του νέου ομίλου θα του επιτρέψει να βρεθεί στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων στον ελληνικό τραπεζικό τομέα και να παραμείνει ο κύριος πυλώνας του χρηματοοικονομικού συστήματος.
Η ΕΤΕ διατηρεί σταθερά τη δέσμευσή της προς την ελληνική οικονομία και με αυτήν τη στρατηγική συγχώνευση επιβεβαιώνει ως βασική προτεραιότητά της την προσφορά χρηματοδοτικής στήριξης στα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, επισήμανε ο Αλέξανδρος Τουρκολιάς. Η δημόσια πρόταση της Εθνικής υπολογίζεται να ολοκληρωθεί τις πρώτες εβδομάδες του 2013 και στη συνέχεια θα αρχίσουν οι διαδικασίες νομικής συγχώνευσης. Η δημιουργία προστιθέμενης αξίας από τη συγχώνευση αναμένεται υψηλή.
Έχουμε υπολογίσει να επιτευχθούν συνέργειες ύψους περίπου 570- 630 εκατ. ευρώ προ φόρων σε ετήσια βάση μέχρι το τέλος του 2015, ενώ στον καινούργιο όμιλο θα αξιοποιηθούν οι διοικητικές ομάδες και των δύο τραπεζών βάσει της προσέγγισης που συνδυάζει τις ικανότητες και των δύο, πρόσθεσε ο κ. Τουρκολιάς. Με βάση τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2012, το συνολικό ενεργητικό της διευρυμένης ΕΤΕ εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 180 δισ. ευρώ, το οποίο εντάσσει τον νέο όμιλο μεταξύ των τριάντα μεγαλύτερων ευρωπαϊκών τραπεζών.
Το συνδυασμένο εγχώριο μερίδιο αγοράς στα δάνεια είναι της τάξης του 36% και το μερίδιο αγοράς στις καταθέσεις ανέρχεται στο 32%, ποσοστά που συμβαδίζουν απόλυτα σε ένα τραπεζικό σύστημα που πλέον απαρτίζεται από τρεις πυλώνες. Αναφερόμενος στην ανακεφαλαιοποίηση, είπε, ότι εξαιρετικά θετικό στοιχείο είναι ότι η κυβέρνηση δημιουργεί ένα πλαίσιο με σκοπό να διατηρηθεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών. Προαπαιτείται, όμως, η εύρεση σημαντικού ύψους ιδιωτικών κεφαλαίων σε μια πολύ δυσμενή οικονομική συγκυρία.
Πέραν του αναμενόμενου σταδιακά βελτιούμενου κλίματος για τη χώρα, για την επίτευξη αυτού του απαιτητικού στόχου θα συνδράμει και η ενίσχυση των κινήτρων προσέλκυσης ιδιωτών επενδυτών. Προς αυτή την κατεύθυνση είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εξαντληθούν τα περιθώρια μείωσης των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών, γεγονός που άλλωστε θα λειτουργήσει θετικά προς το δημόσιο χρέος και το κόστος χρηματοδότησής του, πρόσθεσε.
Εξάλλου, ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας Γεώργιος Ζανιάς σε ομιλία του κατά τη Συνέλευση τόνισε ότι «μετά από εργώδεις προσπάθειες η χώρα βρίσκεται πολύ κοντά στο σημείο αντιστροφής της αρνητικής πορείας που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια και αυτό αναγνωρίζεται σταδιακά από τους εταίρους μας οι οποίοι, εκτός της αναγνώριση της προσπάθειας, απεμπλέκονται και από την ουσία της «μοναδικότητας» της ελληνικής περίπτωσης».
Ο κ. Ζανιάς, αφού χαρακτήρισε τη μείωση της αβεβαιότητας ως καταλύτη για την επανεκκίνηση της οικονομίας, επισήμανε ότι το τραπεζικό σύστημα προετοιμάζεται να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη φάση ανάκαμψης της οικονομίας και τόνισε χαρακτηριστικά ότι «οι ελληνικές τράπεζες πρωταγωνιστούν στον κύκλο των επιχειρηματικών αναδιαρθρώσεων με τρεις μεγάλες συμφωνίες να έχουν ήδη ανακοινωθεί και βρίσκονται ήδη σε φάση υλοποίησης.
Τελικός στόχος, σε συνδυασμό με την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης, είναι η δημιουργία βιώσιμων σχημάτων επαρκώς κεφαλαιοποιημένων, ανταγωνιστικών και με σταθερή πρόσβαση σε ρευστότητα, που σε συνδυασμό με τη βελτίωση των προοπτικών και της αξιοπιστίας της οικονομίας, θα δώσουν την αποφασιστική ώθηση στην αναπτυξιακή προσπάθεια».