Γάλλοι αναλυτές: Συντονισμένη υποτίμηση του ευρώ
Η ευρωζώνη αποδεικνύει άραγε ότι χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τον εφιάλτη της παρατεταμένης ύφεσης και του αποπληθωρισμού για να βρει τον τρόπο να εξέλθει από μια μακρά κρίση;
Σήμερα, η ευρωζώνη δεν είναι απλώς το παράπλευρο θύμα της αναταραχής στον κόσμο: είναι το επίκεντρο αυτής της αναταραχής. Δεν είναι απλώς ο ασθενής της περιφέρειας, η ίδια η καρδιά της δεν κτυπάει όπως πρέπει. Εδώ και ένα εξάμηνο, το ΑΕΠ της Γερμανίας παραμένει στάσιμο. Στη Γαλλία, η ανάπτυξη παραμένει ένα άπιαστο όνειρο.
Η Ιταλία εξακολουθεί να έχει σοβαρά προβλήματα, η Ισπανία δυσκολεύεται να ξεπεράσει την κρίση. Η ανάπτυξη της ευρωζώνης αναμένεται να μην ξεπεράσει το 0,7% το 2014, ύστερα από δύο χρόνια αρνητικής ανάπτυξης.
Η συνεχιζόμενη αυτή κρίση αποδεικνύει την αποτυχία μιας πολιτικής υπερβολικής τιμωρίας που ακολουθείται χωρίς κανένα συντονισμό. Όπως επισημαίνουν στη Μοντ ο Λοράν Φεμπίς και ο Ολιβιέ Πασέ, πρόεδρος και διευθυντής αντίστοιχα του γαλλικού γραφείου μελετών Xerfi, η εγχώρια ζήτηση, και κυρίως στον τομέα των επενδύσεων, παρουσιάζει πρόβλημα.
Βαθύτερες τάσεις στους κόλπους των ανεπτυγμένων χωρών - όπως η επιστροφή στην αποταμίευση και η σκλήρυνση της πολιτικής της προσφοράς - οδηγούν στην επιβράδυνση του παγκοσμίου εμπορίου και τιμωρούν τις οικονομίες που προσπαθούν να ανακάμψουν. Η διάβρωση της αγοραστικής δύναμης των μεσαίων τάξεων στη Δύση και το τέλος της φυγής προς τα εμπρός μέσω του δανεισμού δεν αντισταθμίζονται πλέον από την αύξηση του πλούτου των αναδυόμενων μεσαίων τάξεων.
Οι ανεπτυγμένες χώρες αγωνίζονται έτσι για να κερδίσουν μέρη της αγοράς και προσπαθούν να μετατοπίσουν στον γείτονα το φάσμα του αποπληθωρισμού.
Σε αυτό το παιχνίδι του ανταγωνισμού και της πλειοδοσίας, δύο χώρες φαίνεται να σημειώνουν πόντους: οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία.
Υπερβαίνοντας τις αντιξοότητες, οι χώρες αυτές έχουν αναγορευτεί σε μοντέλα διαχείρισης της κρίσης.
Οι υπόλοιποι τις μιμούνται, ακολουθώντας νεομερκαντιλιστικές στρατηγικές. Κι έτσι, ενισχύουν το αρχικό έλλειμμα της παγκόσμιας ζήτησης.
Η αυξανόμενη ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης παγιδεύει όμως τώρα αυτές τις δύο χώρες.
Το αδιέξοδο του γερμανικού μοντέλου είναι διαρθρωτικό: χαμηλή εγχώρια κατανάλωση και επενδύσεις, εξασθένηση της ζήτησης της ευρωζώνης, χαμηλή ανάπτυξη των «αναδυόμενων» χωρών που είχαν επιτρέψει το γερμανικό θαύμα.
Τυφλωμένη από τον στόχο του μηδενικού δημοσιονομικού ελλείμματος ώστε να ικανοποιήσει ένα εκλογικό σώμα που γερνάει, μεθυσμένη ακόμη από τις πρόσφατες επιτυχίες μιας θριαμβευτικής οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής, η Γερμανία δείχνει να οδηγεί ολόκληρη την Ευρώπη σε ένα μακρύ αποπληθωρισμό, εξακολουθώντας να επιβάλλει μια πολιτική που συνδυάζει εσωτερική λιτότητα και εξωτερικά πλεονάσματα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πλέον ένας μοναχικός καβαλάρης. Μπορεί όμως η αμερικανική οικονομία να ρυμουλκήσει την παγκόσμια οικονομία και να οδηγήσει την Ευρώπη στην ανάπτυξη;
Τα συμπεράσματα της πρόσφατης συνόδου του G20 στο Μπρισμπέιν δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Στον πολυπολικό μας κόσμο, καμιά «καλοήθης ηγεμονική δύναμη» - κατά την έκφραση του αμερικανού οικονομολόγου Τσαρλς Κίντλμπεργκερ - δεν έχει μπορέσει μέχρι τώρα να μειώσει τις επιπτώσεις των ανταγωνισμών και να σταθεροποιήσει την παγκόσμια οικονομία.
Είναι αλήθεια πάντως ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να παίξουν αυτόν τον ρόλο. Η ΕΚΤ και η Fed δείχνουν να ακολουθούν μια κοινή στρατηγική με στόχο την υποτίμηση του ευρώ.
Ένας από τους λόγους που η Τζάνετ Γέλεν αφήνει το δολάριο να ανατιμάται είναι ότι η Ουάσινγκτον δεν θέλει να βυθιστεί η ευρωζώνη στον αποπληθωρισμό. Για τον ίδιο λόγο διάλεξε αυτή τη χρονική στιγμή για να διοχετεύσει πετρέλαιο στις παγκόσμιες αγορές.
Την ίδια στιγμή, ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, που έχει διακηρύξει ότι θα σώσει το ευρώ «whatever it takes» (με κάθε τρόπο), φαίνεται επιτέλους να εισακούεται όταν ζητά από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να τον στηρίξουν στη μάχη κατά του αποπληθωρισμού. Τ
ο επενδυτικό πρόγραμμα του Γιούνκερ και το «πόκερ» που παίζεται με την επικύρωση των προϋπολογισμών δείχνουν ότι παρά τη διαφαινόμενη αδιαλλαξία της και τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις, η Κομισιόν δεν αρνείται πλέον τους κινδύνους. Και θα φανεί ευέλικτη απέναντι στη Γαλλία και την Ιταλία.
Συμπερασματικά, σημειώνουν οι αρθρογράφοι, η συντονισμένη υποτίμηση του ευρώ, η οργανωμένη πτώση των τιμών του πετρελαίου και η έμμεση χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας θα επιτρέψουν στην ευρωπαϊκή οικονομία να συνδεθεί και πάλι με την αμερικανική αμαξοστοιχία.
Μόνο η Γερμανία εξακολουθεί να αντιστέκεται στο να παίξει τον ρόλο της «καλοήθους ηγεμονικής δύναμης». Θα αναγκαστεί να το κάνει όμως αργά ή γρήγορα, καθώς το μοντέλο της εξαντλείται.