Η βεβαιότητα έγινε προσδοκία για τη δεύτερη αξιολόγηση
Κυρίαρχη η προσδοκία ότι θα ξεπεραστούν τα εμπόδια και θα κλείσει η συμφωνία μέσα στον Απρίλιο, λέει ο υπουργός Οικονομίας, Δημήτρης Παπαδημητρίου.
Τι λέει ο Δημήτρης Παπαδημητρίου για την αξιολόγηση
Αισιόδοξος ότι τελικά θα ολοκληρωθεί, μέσω συμβιβασμού η αξιολόγηση, εμφανίζεται ο υπουργός Οικονομίας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο οποίος σε συνέντευξή στις «Ειδήσεις» προειδοποιεί πως σε αντίθετη περίπτωση θα πυροδοτηθεί ο συστημικός κίνδυνος που υποβόσκει σήμερα στην ΕΕ.
«Είναι πια φανερό πως η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της αξιολόγησης δεν οφείλεται στην ελληνική πλευρά. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι υπάρχουν διαφωνίες ανάμεσα στους θεσμούς. Το ΔΝΤ ζητά πράγματα έξω και πέρα από τις απαιτήσεις της ίδιας της αξιολόγησης, όπως π.χ. κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και ομαδικές απολύσεις, τον παραλογισμό των οποίων έχουν επισημάνει αρκετοί Ευρωπαίοι ηγέτες» σημειώνει ο κ. Παπαδημητρίου και προσθέτει: «Μπορεί η καθυστέρηση να βαραίνει, ως ένα βαθμό, πάνω στην ελληνική οικονομία, όπως φάνηκε από την αβεβαιότητα που υπήρξε το δ’ τρίμηνο, ωστόσο παρά την παράταση των διαπραγματεύσεων στη διάρκεια του α’ τριμήνου, η πίεση έχει αρχίσει να υποχωρεί. Τον Ιανουάριο οι εξαγωγές αυξήθηκαν 23,9% σε ετήσια βάση και η βιομηχανική παραγωγή 7,2% αντίστοιχα. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι οι επιπτώσεις θα είναι πολύ δυσμενέστερες για την οικονομία, εάν μεταθέσουμε το πρόβλημα ή εάν αποδεχτούμε παράλογες απαιτήσεις που θα διαιωνίζουν το φαύλο κύκλο της λιτότητας και της ύφεσης, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην ήδη γονατισμένη, από τη μακρόσυρτη κρίση, κοινωνία».
Ο υπουργός Οικονομίας τονίζει ότι «είναι κυρίαρχη η προσδοκία πώς θα ξεπεραστούν τελικά τα εμπόδια, θα κλείσει η συμφωνία μέσα στον Απρίλιο και θα ανοίξει ο δρόμος για να απελευθερωθεί το ισχυρό παραγωγικό και ανθρώπινο δυναμικό της χώρας στην κατεύθυνση μιας δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτό υπαγορεύει το κοινό συμφέρον Ελλάδας και ΕΕ. Οποιαδήποτε άλλη αρνητική εξέλιξη θα πυροδοτήσει το συστημικό κίνδυνο που υποβόσκει σήμερα στην Ευρωζώνη μετά το Brexit, τους πολιτικούς κλυδωνισμούς και την αβεβαιότητα της πολιτικής Τραμπ, με καταστροφικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή ανάκαμψη και τη διεθνή οικονομία».
Ερωτηθείς αν πρέπει η κυβέρνηση να προχωρήσει σε συμβιβασμό, παρά το σημαντικό πολιτικό κόστος, ο κ.Παπαδημητρίου υπογραμμίζει ότι «η κυβέρνηση επιδιώκει μία αμοιβαία υποχώρηση στα εργασιακά και αλλού. Αντίθετα με το 2015, σφυρηλατεί ευρύτερες συμμαχίες για να το πετύχει. Οι προσεγγίσεις που εμφανίζονται στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία για την ανάγκη πολιτικών που προτάσσουν την ανάπτυξη αποτελούν ενθαρρυντικό μήνυμα. Εάν, λοιπόν, υπάρξει συμβιβασμός, τότε θα μπορέσει να επωμιστεί το όποιο πολιτικό κόστος με την προοπτική ότι τα αντίμετρα και η ανάπτυξη που θα προκύψει θα πείσουν τους πολίτες ότι η συμφωνία είναι κοινωνικά βιώσιμη και ότι μπορούν να ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο. Το όφελος για τη χώρα θα φανεί σε διάρκεια χρόνου. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο. Αναμένεται, πάντως, η αξιολόγηση να κλείσει και η χώρα να μην οδηγηθεί σε εκλογές που είναι η χειρότερη δυνατή εξέλιξη. Άλλωστε οι θεσμοί σε κάθε ευκαιρία επιβεβαιώνουν το κλίμα πολιτικής σταθερότητας της κυβέρνησης».
Ο υπουργός Οικονομίας επισημαίνει ότι «το αναπτυξιακό έλλειμμα της χώρας οφείλεται στο κενό επενδύσεων και στην έλλειψη χρηματοδότησης των επιχειρήσεων. Για να το αντιμετωπίσουμε εστιάζουμε σε δύο κατευθύνσεις: Πρώτον, στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, με τις θεσμικές αλλαγές που έχουν επιτευχθεί, με στόχο τη διαφάνεια στις προμήθειες, την εξάλειψη της γραφειοκρατίας και την απλοποίηση των διαδικασιών για την ίδρυση και λειτουργία των επιχειρήσεων. Δεύτερον, στην αξιοποίηση κάθε παλιού και νέου χρηματοδοτικού εργαλείου για την ενίσχυση στοχευμένων επενδύσεων σε καινοτόμους τομείς, με υψηλή προστιθέμενη αξία, όπως τα προγράμματα του νέου ΕΣΠΑ, ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος και το Ταμείο Συνεπενδύσεων (EquiFund). Η Ελλάδα εκτός του υψηλά καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτει, προσφέρει υψηλή γεωστρατηγική αξία και πολιτιστικό πλούτο, στοιχεία που ήδη προσελκύουν το ενδιαφέρον επενδυτών στο εξωτερικό, όπως έχει φανεί από τις πολλές συναντήσεις που έχω κάνει έως τώρα με Έλληνες και ξένους επενδυτές».