Στουρνάρας: Προληπτική πιστωτική γραμμή και ταμειακό απόθεμα δεν πρέπει να αλληλοαποκλείονται
Αυτό υποστηρίζει ο διοιηκητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας σε μια εφ'όλης της ύλης συνέντευξη του στην ιαπωνική εφημερίδα ΝΙΚΚΕΙ.
Ολόκληρη η συνέντευξη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννη Στουρνάρα στην ιαπωνική εφημερίδα ΝΙΚΚΕΙ:
Πώς θα περιγράφατε την τρέχουσα μακροοικονομική κατάσταση στην Ελλάδα;
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ φέτος θα ανέλθει σε περίπου 2%, έναντι 1,4% πέρυσι, και το επόμενο έτος θα διαμορφωθεί σε ελαφρώς υψηλότερο επίπεδο, υπό την προϋπόθεση της επιτυχούς ολοκλήρωσης του τρέχοντος προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης.
Το ποσοστό ανεργίας ήταν πολύ υψηλό, καταγράφοντας μέγιστη τιμή κοντά στο 28%. Πλέον είναι κοντά στο 20%. Η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας έχει βελτιωθεί σημαντικά, με το πρωτογενές πλεόνασμα το 2017 να υπερβαίνει το 4% του ΑΕΠ. Επίσης, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο είχε φθάσει έως και 15% του ΑΕΠ το 2008, έχει εξαλειφθεί. Συνεπώς, συνολικά, θα έλεγα ότι η κατάσταση της οικονομίας έχει βελτιωθεί κατά πολύ.
Ποια είναι η κινητήρια δύναμη αυτής της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης;
Από την πλευρά της ζήτησης, είναι κυρίως οι επενδύσεις, αλλά και οι εξαγωγές. Από την πλευρά της προσφοράς, η ελληνική οικονομία έχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Ο τουρισμός, η μεταποίηση και η βιομηχανική παραγωγή εμφανίζουν πλέον καλές επιδόσεις.
Το γεγονός ότι το ποσοστό ανεργίας παραμένει υψηλό και η οικονομία λειτουργεί σε επίπεδο αρκετά κάτω από τις παραγωγικές της δυνατότητες υποδηλώνει ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μέχρι να φθάσουμε σε συνθήκες στενότητας παραγωγικού δυναμικού ή πλήρους απασχόλησης.
Με άλλα λόγια, η ελληνική οικονομία μπορεί να αναπτύσσεται επί σειρά ετών με ρυθμούς ταχύτερους από την υποκείμενη τάση. Για να συμβεί όμως αυτό, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια θα πρέπει να συνεχιστεί αμείωτη και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης.
Πώς εξηγείται η επιστροφή της Ελλάδας ως τουριστικού προορισμού;
Έχουμε γίνει πιο ανταγωνιστικοί στον τουρισμό. Η ποιότητα έχει βελτιωθεί. Ο ξενοδοχειακός τομέας γνωρίζει άνθηση. Πολλά ξενοδοχεία υψηλών προδιαγραφών έχουν κατασκευαστεί ανά την Ελλάδα και ιδίως στην Αθήνα. Βέβαια, και η ανταγωνιστικότητα έχει ενισχυθεί επειδή έχουν μειωθεί οι τιμές, τόσο λόγω των μεταρρυθμίσεων όσο και λόγω της κρίσης, η οποία έχει συγκρατήσει μισθούς και τιμές σε χαμηλά επίπεδα.
Μήπως είναι υπεραισιόδοξη αυτή η άποψη; Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες – όχι μόνο στην Ελλάδα – ο κόσμος νιώθει ακόμη ανασφάλεια και διατηρεί αμφιβολίες για την οικονομική ανάκαμψη.
Όχι, δεν θεωρώ ότι ισχύει απόλυτα κάτι τέτοιο. Η ευρωζώνη έχει ανακάμψει τα τελευταία χρόνια ξεπερνώντας τις προσδοκίες. Το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους υπήρχαν κάποιες ενδείξεις επιβράδυνσης, αλλά κάποιες λιγοστές παρατηρήσεις δεν αρκούν για να διαμορφωθεί μια τάση. Αναμένουμε ισχυρή ανάπτυξη στην ευρωζώνη για το 2018, σε επίπεδα παρόμοια με του 2017.
Και για τους κινδύνους από το εξωτερικό περιβάλλον, τι έχετε να πείτε; Για παράδειγμα, για τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ σήμερα.
Θεωρούμε ότι η άνοδος του προστατευτισμού είναι μια προοπτική που συνεπάγεται κινδύνους τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και για την ελληνική οικονομία. Καθώς η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα, για παράδειγμα, ενδέχεται να επηρεαστούν. Άλλοι τομείς ίσως επηρεαστούν ακόμη περισσότερο. Ένας εμπορικός πόλεμος θα μειώσει τις εμπορικές συναλλαγές και την ευημερία. Και θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη διεθνώς.
Θα θέλατε να μας αναλύσετε την κατάσταση του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα σήμερα;
Μόλις ολοκληρώσαμε μία άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test), πρώτοι από όλες τις υπόλοιπες χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ, διότι θέλαμε να γνωρίζουμε τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών υπό ένα δυσμενές υποθετικό σενάριο πριν την έξοδο από το πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης.
Τα αποτελέσματα και για τις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες δεν επιφύλασσαν αρνητικές εκπλήξεις υπό το δυσμενές σενάριο. Όμως, λόγω του υψηλού δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων που μας κληροδότησε η κρίση, εξακολουθούμε να είμαστε προσεκτικοί και συνετοί και έχουμε καθορίσει για τις τράπεζες φιλόδοξους στόχους, ώστε να επιτευχθεί σημαντική μείωση του δείκτη έως το τέλος του 2019.
Πιστεύετε ότι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να επιστρέψει στην αγορά ομολόγων;
Οι αγορές ομολόγων του ευρωπαϊκού Νότου χαρακτηρίζονται από υψηλή μεταβλητότητα μετά τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία. Επίσης, παρά την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας που ήδη περιέγραψα, συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη αρκετές αδυναμίες, όπως το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και το γεγονός ότι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα εξακολουθούν να υπολείπονται κατά πέντε βαθμίδες από την επενδυτική διαβάθμιση.
Προκειμένου να διευκολύνει την πρόσβαση στην αγορά ομολόγων, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε το σχηματισμό ενός εγχώριου ταμειακού αποθέματος ασφαλείας (cash buffer) με πόρους του ESM (του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας), περιορισμένες εκδόσεις ομολόγων στο εξωτερικό, όπως επίσης και συμφωνίες επαναγοράς (repos) με εγχώριους φορείς.
Το απόθεμα αυτό είναι ένα χρήσιμο εργαλείο το οποίο μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα να αντλήσει χρηματοδότηση από τις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει ότι θα ήταν επίσης συνετό να ζητηθεί προληπτική πιστωτική γραμμή από τον ESM.
Για παράδειγμα, όταν το Μεξικό και η Πολωνία είχαν ευέλικτη πιστωτική γραμμή από το ΔΝΤ, κατόρθωσαν να προσφύγουν επιτυχώς στις χρηματοπιστωτικές αγορές χωρίς καν να κάνουν χρήση της πιστωτικής γραμμής. Το γεγονός και μόνο ότι διέθεταν την ευέλικτη πιστωτική γραμμή τις βοήθησε να βγουν στις αγορές.
Αυτοί είναι μόνο κάποιοι από τους λόγους για τους οποίους η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι η προληπτική πιστωτική γραμμή είναι άλλο ένα χρήσιμο εργαλείο υπό τις παρούσες συνθήκες. Ωστόσο, αυτή την απόφαση θα πρέπει να τη λάβει η ελληνική κυβέρνηση. Τα δύο εργαλεία (ταμειακό απόθεμα ασφαλείας και προληπτική πιστωτική γραμμή) δεν θα πρέπει να θεωρούνται αμοιβαίως αποκλειόμενα, αλλά συμπληρωματικά.
Θα επιθυμούσατε επίσης να είναι οι ελληνικοί τίτλοι αποδεκτοί ως εξασφαλίσεις από την ΕΚΤ;
Ναι, αναμφίβολα. Η προληπτική πιστωτική γραμμή επιτρέπει στα ελληνικά κρατικά ομόλογα να είναι αποδεκτά ως εξασφαλίσεις για τις πράξεις αναχρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ, παρόλο που οι τίτλοι αυτοί υπολείπονται κατά πέντε βαθμίδες από την επενδυτική διαβάθμιση (waiver).
Επιπλέον, με την “παρέκκλιση” (waiver) θα μειωθεί και το κόστος δανεισμού του κράτους, διότι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα μπορούν να συμμετέχουν στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα (PSPP) της ΕΚΤ, υπό την προϋπόθεση φυσικά ότι διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μέσω των κατάλληλων αποφάσεων του Eurogroup για την ελάφρυνση του χρέους.
Έχετε υποβάλει προτάσεις σχετικά με την έξοδο από το πρόγραμμα στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ;
Σύμφωνα με προηγούμενες αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, ο μόνος τρόπος για τη διατήρηση του waiver, όταν θα λήξουν τα ισχύοντα προγράμματα χρηματοδοτικής στήριξης, είναι να ζητήσει η χώρα προληπτική πιστωτική γραμμή. Διαφορετικά, η ΕΚΤ δεν δίνει το waiver.
Η Ελλάδα επιχείρησε να επιστρέψει στην αγορά ομολόγων και παλαιότερα, αλλά χωρίς επιτυχία. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας είναι τώρα αρκετά αξιόπιστη για τους επενδυτές;
Το 2014, όπως και το 2017 και στις αρχές του 2018, η Ελλάδα βγήκε στις χρηματοπιστωτικές αγορές με επιτυχία. Στην παρούσα συγκυρία, η μεταβλητότητα στις αγορές ομολόγων εμποδίζει την επάνοδο στις αγορές, όπως εξήγησα ήδη. Όταν το Eurogroup εξειδικεύσει λεπτομερώς τα μέτρα για τη βιωσιμότητα του χρέους (τον Ιούνιο ή αμέσως μετά και σε κάθε περίπτωση πριν από τη λήξη του προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης τον Αύγουστο), η επιστροφή στις αγορές θα είναι πολύ ευκολότερη.
Ποια είναι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ του 2015 και του σήμερα; Τι έχει αλλάξει;
Η διαφορά είναι ότι τώρα, και σε αντίθεση με τα όσα συνέβησαν το πρώτο εξάμηνο του 2015, η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματεύεται με τους διεθνείς δανειστές καλόπιστα και με πλήρη σεβασμό προς τη Συνθήκη της ΕΕ. Επίσης, έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να παραμείνει η Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ.
Παρατηρήθηκε μεταστροφή της πολιτικής στάσης της κυβέρνησης μετά το δημοψήφισμα του 2015;
Ναι. Μετά το δημοψήφισμα η κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε όπως υπαγόρευε το συμφέρον της, αλλά προ πάντων το συμφέρον της χώρας. Το συμφέρον της χώρας και η επιβίωση της κυβέρνησης υπαγόρευαν στροφή 180 μοιρών, γεγονός που ήταν μια πολύ θετική εξέλιξη.
Όμως η ελληνική κρίση δεν ήταν αμιγώς οικονομική, αλλά ταυτόχρονα μια κρίση εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας.
Αυτό είναι αλήθεια. Αντίθετα με άλλες χώρες-μέλη της ευρωζώνης που επλήγησαν από την κρίση, όπου η κρίση ξεκίνησε από τον τραπεζικό τομέα και τη ροή χρηματοοικονομικών κεφαλαίων προς τους τομείς των μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, στην Ελλάδα η κρίση ήταν δημοσιονομική και οφειλόταν στην υπέρμετρα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, αλλά παράλληλα ήταν και μια κρίση διακυβέρνησης και θεσμών.
Σε τι βαθμό κατόρθωσε η Ελλάδα να ανακτήσει την αξιοπιστία της, κατά τη γνώμη σας;
Τα αποτελέσματα είναι ανάμικτα. Σαφέστατα βλέπουμε ουσιαστική βελτίωση προς διάφορες κατευθύνσεις. Λόγου χάριν, μάθαμε πώς να εισπράττουμε φόρους, επιτύχαμε πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, αναδιαρθρώσαμε και ανακεφαλαιοποιήσαμε τις τράπεζες, απελευθερώσαμε τις αγορές, ιδίως τις αγορές εργασίας και προϊόντων.
Χρειαζόμαστε περαιτέρω πρόοδο στην απελευθέρωση του τομέα της ενέργειας, πρέπει να βελτιώσουμε την ποιότητα του δημόσιου τομέα και να ενισχύσουμε το σύστημα καινοτομίας και έρευνας και ανάπτυξης της χώρας και επίσης χρειαζόμαστε περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις.
Έχουμε όμως ακόμη αδυναμίες όσον αφορά τους θεσμούς. Πρέπει να οικοδομήσουμε θεσμούς που να εμπνέουν εμπιστοσύνη και οφείλουμε να σεβόμαστε την ανεξαρτησία τους και να συνειδητοποιήσουμε πως ό,τι κάνουμε γίνεται με δική μας πρωτοβουλία και ευθύνη.
Δεν θεωρώ θετικό που κάποιοι πολιτικοί ισχυρίζονται ότι όλες αυτές οι αλλαγές έγιναν μόνο και μόνο επειδή μας τις επέβαλαν οι δανειστές. Αν δεν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, φοβάμαι ότι υπάρχει κίνδυνος να επιστρέψουμε στις κακές συνήθειες του παρελθόντος, όπως η άσκηση ανεύθυνων δημοσιονομικών πολιτικών.
Η ΕΚΤ εξετάζει το ενδεχόμενο εξόδου από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η ελληνική οικονομία είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε τέτοιου είδους μεταβολές στη νομισματική πολιτική;
Για να μπορέσει η Ελλάδα να αντεπεξέλθει στην ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, καταλυτικό ρόλο παίζει η βιωσιμότητα του χρέους. Επιπροσθέτως, η Ελλάδα θα πρέπει να υλοποιήσει όλες τις εναπομένουσες αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για να αυξήσει το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας της.
Τα μέσα ενημέρωσης επικεντρώνονται πλέον όλο και περισσότερο σε μια δυνητική κρίση στην Ιταλία, φοβούμενα ότι ίσως η Ιταλία δεν παραδειγματίστηκε από την κρίση στην Ελλάδα.
Πράγματι, η τωρινή κατάσταση φαίνεται να είναι αρκετά επισφαλής και, όπως εξήγησα και προηγουμένως, οι αγορές ομολόγων έχουν ήδη αρχίσει να αντιδρούν αρνητικά, δεδομένου ότι ο λόγος του δημόσιου χρέος ως ποσοστού του ΑΕΠ στην Ιταλία είναι πολύ υψηλός, ο δεύτερος υψηλότερος μετά της Ελλάδας.
Ειλικρινά ελπίζω ότι τελικά η Ιταλία δεν θα καταφύγει σε πολιτικές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη συμμετοχή της στο ευρώ. Είμαι βέβαιος ότι η Ιταλία θα εξετάσει προσεκτικά τη δημοσιονομική της πολιτική, διότι οι κίνδυνοι θα είναι εξαιρετικά υψηλοί αν χαλαρώσει η δημοσιονομική πειθαρχία.
Στην περίπτωση αυτή, οι αγορές θα τιμωρήσουν την Ιταλία, όπως τιμώρησαν και την Ελλάδα το 2010 και το 2015.
Η τελευταία κρίση χρέους μεταδόθηκε από την Ελλάδα σε άλλες χώρες. Στην παρούσα φάση διακρίνετε παρόμοιο κίνδυνο μετάδοσης από την Ιταλία;
Όπως προανέφερα, θεωρώ ότι η Ιταλία θα συμπεριφερθεί πολύ προσεκτικά και δεν θα θέσει σε κίνδυνο τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη. Στην απίθανη περίπτωση που η Ιταλία δεν κινηθεί με αυτόν τον τρόπο, τα αποτελέσματα θα είναι ολέθρια τόσο για την ευρωζώνη όσο κυρίως για την Ιταλία και τον ευρωπαϊκό Νότο.
Αλλά αν σκεφθούμε ορθολογικά, μια τέτοια πιθανότητα είναι κατά την άποψή μου πολύ μικρή, καθώς η Ιταλία σαφέστατα θα μελετήσει το παράδειγμα της Ελλάδας από το πρώτο εξάμηνο του 2015 και θα διαπιστώσει ότι η Ελλάδα έφθασε τότε στο χείλος της καταστροφής.