Πώς έμαθα στον πατέρα μου τι εστί POS και το λάτρεψε…
Ο πατέρας μου είναι από τις κλασικές περιπτώσεις ανθρώπων που συναντάς σε όλη την Ελλάδα. Τόσο σε μεγάλα αστικά κέντρα όσο και σε επαρχιακές πόλεις, όπως είναι αυτή στην οποία μεγάλωσα μεν, αλλά έφυγα στα 18 μου για να έρθω στην Αθήνα, να σπουδάσω και να «μπλέξω» μετά με τη δημοσιογραφία.
Του Δημήτρη Μαλλά
Για την ακρίβεια, το κατάστημα των γονιών μου είναι από αυτά που συναντάς σε όλες τις επαρχιακές πόλεις με 20-30 χιλιάδες κατοίκους, που έχουν από είδη δώρων και σκεύη για την κουζίνα, μέχρι μπάλες θαλάσσης και σαγιονάρες. Ο πατέρας μου το πήρε από τον δικό του πατέρα κάποια στιγμή τη δεκαετία του ’70 και η αλήθεια είναι πως κατάφερε να το διατηρήσει χωρίς πολλά προβλήματα μέχρι, φυσικά, να έρθει η οικονομική κρίση. Αντέχει ακόμη, αλλά η δουλειά έχει πέσει και καταλαβαίνει πως πρέπει να εκσυγχρονιστεί και να προσαρμοστεί.
Το κατάστημα το «τρέχουν» οι γονείς μου μαζί με έναν υπάλληλο και, όπως συμβαίνει με πολλά τέτοια καταστήματα, σε επίπεδο εξοπλισμού είναι λίγο… πίσω. Για να καταλάβετε, η ταμειακή μηχανή μπήκε όταν ήρθε η Εφορία και επέβαλε πρόστιμο του πατέρα μου, επειδή ήταν υποχρεωτικό να έχει… ταμειακή μηχανή! Και για να μη νομίσετε διάφορα, ο πατέρας μου δεν αποφεύγει να δηλώνει τα εισοδήματά του. Το αντίθετο θα έλεγα, καθώς θέλει να μπορεί να γκρινιάζει για το κράτος που δεν του φτιάχνει τους δρόμους και τα νοσοκομεία, ενώ αυτός πληρώνει όλους τους φόρους του. Αλλά ταμειακή μηχανή δεν είχε βάλει και αυτό γιατί πολύ απλά φοβόταν ότι θα πατήσει λάθος νούμερα. «Και αν αντί για 10 ευρώ, πατήσω 100, τι θα κάνω; Θα πω στον πελάτη να πάρει πράγματα ακόμη 90 ευρώ για να καλύψουμε τη διαφορά;» ήταν η ατάκα του κάθε φορά που του έλεγα ότι πρέπει να πάρει τουλάχιστον μία ταμειακή μηχανή.
Για να αποκτήσει υπολογιστή, δεν το συζητάγαμε καν. Ακόμη και όταν του εξήγησα ότι μέσω του Διαδικτύου θα μπορούσε να κάνει όλες τις συναλλαγές του με την τράπεζα, με την οποία έχει μία ιδιαίτερη σχέση για να είμαι ειλικρινής. Πολύ απλά, γιατί η επίσκεψη στο υποκατάστημα της Eurobank, την τράπεζα που έχει επιλέξει εδώ και πολλά χρόνια, είναι ιεροτελεστία.
Κάθε Δευτέρα πρωί, σηκώνεται νωρίτερα, ετοιμάζεται, βάζει κοστούμι και γραβάτα και στις 7.15 είναι έξω από την πόρτα και περιμένει. Μαζί του έχει τις εισπράξεις όλης της προηγούμενης εβδομάδας γιατί, φυσικά, δεν προλαβαίνει να πάει κάποια άλλη ημέρα στην τράπεζα. Τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας το πρωί παραλαμβάνει εμπορεύματα και δεν τίθεται θέμα να αφήσει για μισή ώρα το μαγαζί για να πάει μέχρι την τράπεζα. Δεν το συζητάω, φυσικά, να στείλει τη μητέρα μου ή την υπάλληλο να κάνει την κατάθεση. Οπότε κάθε Δευτέρα, έχοντας μερικές χιλιάδες ευρώ πάνω του πήγαινε στο κατάστημα, κατέθετε τις εισπράξεις και πλήρωνε και όλους τους λογαριασμούς του. Ευτυχώς που τα παιδιά στην τράπεζα τον ήξεραν και έκαναν υπομονή, γιατί η διαδικασία έπαιρνε καμία ώρα. Και μετά πήγαινε και άνοιγε το κατάστημα.
Είναι προφανές ότι όταν εγώ του μιλούσα για e-banking, ώστε να πληρώνει όλους τους λογαριασμούς όταν το κατάστημα δεν είχε δουλειά, όπως, φυσικά, και για POS, για να δέχεται και κάρτες, οι απαντήσεις ήταν οι γνωστές: Το Διαδίκτυο είναι του… «διαβόλου» και, φυσικά, θα του κλέψουν τα λεφτά, ενώ για τα POS είχε ακούσει τον μπατζανάκη του κουμπάρου του, που έλεγε ότι η προμήθεια που παίρνουν οι τράπεζες φθάνει στο 10% και επέμενε ότι είναι βέβαιο πως θα τον κλέψουν. Όταν του έλεγα ότι η προμήθεια είναι μόλις στο 1% - 1,5%, μου απαντούσε ότι κανείς πελάτης δεν του ζητούσε να πληρώσει με κάρτα. Κάτι που δεν ήταν εντελώς αλήθεια, καθώς υπήρχαν πελάτες, επισκέπτες κατά κύριο λόγο στην πόλη, που προτιμούσαν να πληρώνουν με κάρτα. Επίσης, του έλεγα ότι δεν είναι και τόσο ασφαλές να έχει μέσα στο σπίτι μας ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο 3-4 χιλιάδες ευρώ, όπως γινόταν για αρκετά χρόνια. Η απάντηση, επίσης, κλασική: «Ετσι δουλεύει το εμπόριο».
Βέβαια, μη νομίσει κανείς ότι δεν του αρέσει να ασχολείται με την τεχνολογία. Γιατί και 50άρα τηλεόραση πήγε και αγόρασε και πέρσι με έβαλε να του πάρω ένα smartphone που να βγάζει καλές… selfie! Αυτό το τελευταίο δεν το κατάλαβα πώς του προέκυψε, αν και πιστεύω ότι φταίνε οι εγγονές του, που του έκαναν τη σχετική κατήχηση.
Όμως, ο τροχός γύρισε και ο κύριος Γιάννης, ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει και πρέπει και αυτός να προσαρμοστεί. Αρχικά, επιβλήθηκαν αυτά τα capital controls και ξαφνικά άρχισε να βλέπει όλους τους τακτικούς πελάτες του να θέλουν να πληρώσουν με κάρτα για να «χτίσουν» το αφορολόγητο. Και το κυριότερο έβλεπε τον Γιώργο τον ανταγωνιστή του να αυξάνει την πελατεία του επειδή έβαλε POS. «Πρέπει να έχω χάσει καμία 200αριά από τους τακτικούς πελάτες μου» μου έλεγε στο τηλέφωνο πριν από μερικές εβδομάδες, ενώ θυμόταν και πόσοι από τους τουρίστες γκρίνιαξαν το καλοκαίρι.
Το τελειωτικό χτύπημα ήταν άλλο, όμως. Και εκεί που θυμήθηκε όσα του έλεγα περί ασφάλειας. Ήταν Σάββατο το μεσημέρι και αφού έκλεισε ταμείο και έβαλε τις εισπράξεις ολόκληρης της εβδομάδας, ένα ποσό της τάξεως των 4.500 ευρώ γιατί ήταν και καλή εβδομάδα, σε μία μικρή σακκούλα, την οποία έχει πάντα μαζί του και που βάζει μέσα σε μία άλλη μεγαλύτερα τσάντα που έχει μαζί του. Όταν έφθασε στο σπίτι, όμως, και πήγε να βγάλει την «περίφημη» σακούλα από την τσάντα, συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν εκεί μέσα! Ο πανικός ήταν πραγματικός γιατί τη Δευτέρα ήθελε να πληρώσει τις οφειλές προς την Εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Η μητέρα μου υποστήριζε ότι ήταν πολύ κοντά σε καρδιακό επεισόδιο και με κάλεσε στο τηλέφωνο πανικόβλητη, μη γνωρίζοντας τι να κάνει. Και εκεί που προσπαθούσα να σκεφτώ μία λύση, το κινητό χτύπησε εκ νέου με καλά νέα: Η σακούλα είχε πέσει μεν όπως ερχόταν στο σπίτι, αλλά ευτυχώς τη βρήκε ένας γείτονας που ήξερε τις συνήθειες του πατέρα μου και έσπευσε να του τη φέρει. Ευελπιστώ ότι τον κέρασε το βράδυ δύο τσίπουρα, γιατί αν δεν ήταν ο άνθρωπος αυτός αλλά μερικά «καλόπαιδα» θα χρειαζόταν να κάνω επίσκεψη στο νοσοκομείο.
Τελικά, στην τράπεζα πήγα εγώ τη Δευτέρα το πρωί. Γιατί την Κυριακή η μητέρα μου με πήρε πανικόβλητη να κατέβω στο πατρικό μου γιατί ο πατέρας μου ήταν σε κατάσταση σοκ. Και μόλις με είδε άρχισε να μου φωνάζει επειδή δεν τον πίεσα αρκετά να βάλει POS και να γλυτώσει από τέτοιες καταστάσεις. Με δεδόμενο ότι ήταν δική μου η ευθύνη -άγνωστο γιατί- έπρεπε να πάω εγώ να κάνω τις αιτήσεις. Για να είμαι ειλικρινής, τρόμαξα λίγο όταν το άκουσα αυτό, γιατί φοβήθηκα ότι η διαδικασία θα ήταν πολύπλοκη. Αλλά σκέφτηκα να δω πρώτα το site της Eurobank και μετά να αγχωθώ. Όμως, τελικώς τζάμπα ανησύχησα και αν επισκεφθείτε τη σχετική ιστοσελίδα μάλλον θα συμφωνήσετε μαζί μου.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η φωτοτυπία της αστυνομικής ταυτότητας του πατέρα μου, τον οποίο συνόδευσα στην τράπεζα το πρωί της Δευτέρας. Η συμπλήρωση της αίτησης ήταν πολύ εύκολη και από τη στιγμή που ο πατέρας μου διατηρούσε λογαριασμό στη συγκεκριμένη τράπεζα, η διαδικασία ήταν εξαιρετικά γρήγορη. Συμπληρώνεις την αίτηση, σου φωτοτυπούν την ταυτότητα σου και αυτό είναι άλλο.
Επίσης, οι υπάλληλοι της τράπεζας εξήγησαν στον πατέρα μου πόσο είναι το πραγματικό κόστος και τον είδα να ηρεμεί. Γιατί, το κόστος σε μηνιαία βάση είναι λιγότερο από τα… τσίπουρα που κερνά τον μπατζανάκη του κουμπάρου του. Μας πήρε πάντως λίγο παραπάνω να αποφασίσουμε ποιο τερματικό θα πρέπει να πάρουμε, αλλά όλα καλά. Με δεδομένο ότι το ταμείο είναι ένα και εκεί γίνονται όλες οι πληρωμές, το ενσύρματο τερματικό κάλυπτε τις ανάγκες μας. Αν ο κύριος Γιάννης είχε βενζινάδικο θα έπρεπε να προτιμήσει το ασύρματο, για να εξυπηρετεί καλύτερα τους πελάτες του, αλλά αυτό είναι μία άλλη περίπτωση.
Εκεί που φοβόμουν λίγο ήταν για το αν θα μάθαινε ο κύριος Γιάννης να το χρησιμοποιεί. Αλλά με εξέπληξε ο πατέρας μου θετικά. Όταν κατάλαβε ότι απλά πατάς το ποσό και μετά ένα πλήκτρο ηρέμησε. «Η ταμειακή είναι πιο δύσκολη» μου είπε. Η σύνδεση του POS δεν χρειάστηκε παρά μερικά λεπτά και η ενεργοποίηση του τερματικού έγινε την επόμενη ημέρα. Και αμέσως ο κύριος Γιάννης άρχισε να δέχεται πληρωμές με κάρτες. Το αστείο είναι πως προτρέπει πλέον ο ίδιος τους πελάτες να χρησιμοποιούν τις κάρτες τους. «Αν είναι να με κλέψουν, ας έχω πάνω μου 100 ευρώ» μου είπε. Η πραγματικότητα είναι βέβαια ότι είδε πως με τις ανέπαφες συναλλαγές, η πληρωμή γίνεται πολύ γρήγορα και ο ίδιος δεν χρειάζεται να ψάχνει για ρέστα. «Ξέγνοιασα από αυτό το άγχος» μου έλεγε τις προάλλες που μιλούσαμε.
Επιπλέον, μου ζήτησε να του πάρω υπολογιστή. «Θέλω ένα καλό και να το διαλέξεις εσύ που ξέρεις από αυτά. Πήρα κωδικούς για το e-banking, έβαλα και σύνδεση στο Internet και θέλω να μου μάθεις πώς να κάνω όλες τις συναλλαγές online» μου δήλωσε ο κύριος Γιάννης. «Και θέλω να μιλάω και με τις εγγονές μου μέσω Viber» συνέχισε για να με… αποτελειώσει.