«Δεξιοί και Αριστεροί αδικήσαμε τον Μάνο και τον Μίκη», γράφει ο Αντώνης Σαμαράς
Το σχόλιο του Αντώνη Σαμαρά για τα τριάντα χρόνια απο τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι.
Ο πρώην Πρωθυπουργός και νυν βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Αντώνης Σαμαράς, ένα από τα πρόσωπα που έχουν συνδεθεί με τον Μάνο Χατζηδάκι και το έργο του, έγραψε άρθρο στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με τίτλο «Ο Μάνος είναι εδώ, τριγυρίζει, μας μαλώνει, μας αγαπά», με αφορμή τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από τον θάνατο του σπουδαίου συνθέτη.
Μεταξύ άλλων, αποκαλύπτει πως η πρώτη τους γνωριμία ήταν στο σπίτι της Αλίκης Βουγιουκλάκη, ενώ γράφει και για τον Μίκη Θεοδωράκη.
«Τον Μάνο Χατζιδάκι είχα την τύχη να τον συναντήσω πολλές φορές. Να μιλήσω μαζί του. Άλλες φορές διεξοδικά κι άλλες εν συντομία. Μία απ’ αυτές ήταν στο σπίτι της Αλίκης. Να πω, για την Ιστορία, ότι το πατρικό μου στην οδό Μουρούζη και το σπίτι της Βουγιουκλάκη τα χώριζε “ένας τοίχος”.
Εκείνο το βράδυ ο Μάνος είχε διάθεση για να μιλήσει. Για ένα θέμα ευαίσθητο: Τα τραγούδια που έγραψε για τον ελληνικό κινηματογράφο. Είχα την αίσθηση ότι μέσα του τα είχε “αποκηρύξει”. Ο ίδιος είχε πει εξάλλου πως τα συνέθεσε βασικά για βιοποριστικούς λόγους. Δεν θα λησμονήσω ποτέ ότι σ’ εκείνη την κουβέντα μας, ο Μάνος ήταν εξαιρετικά τρυφερός για εκείνη τη δημιουργική του περίοδο. Και δεν θα λησμονήσω ποτέ στη ζωή μου τον διάλογό μας:
– Μάνο, υπάρχουν τραγούδια του κινηματογράφου που μοιάζουν σαν να είναι μια πολύ απλή μελωδία, σαν να τα τραγουδά η ίδια η ζωή, η φύση. Σαν την καθημερινότητα.
– Αντώνη, γι ‘ αυτό είμαι υπερήφανος. Πρόσεξε τι θα σου πω: Ποιο είναι το πιο απλό χρώμα, το πλέον σύνηθες, αυτό που όλοι βλέπουμε, ζωγραφίζουμε, φοράμε;
– Νομίζω το λευκό.
– Σωστά! Όμως το λευκό είναι και το πιο σύνθετο, είναι το χρώμα που περιέχει όλα τα χρώματα. Το πιο απλό λοιπόν είναι και το πιο σύνθετο, κι αντίστροφα. Αυτό να το έχεις στον νου σου, πάντοτε!
Αυτός ήταν ο Μάνος! Τόσο απλός μα και τόσο σύνθετος! Ως μουσουργός και ως άνθρωπος. Ως «πολιτικό ον». Ως «κρατικός υπάλληλος», όπως σκωπτικά έλεγε μερικές φορές καθώς υπήρξε και διευθυντής του Γ’ Προγράμματος της Ραδιοφωνίας.
Η ζωή τα έφερε έτσι που ήξερα όλα τα τραγούδια, τους στίχους για να είμαι ακριβέστερος, της “Αθανασίας”, πριν καν κυκλοφορήσει! Και μάλιστα πριν ο ίδιος ο Μάνος συνθέσει τη μουσική . Στον “Φλόκα” συνήθιζα να πίνω καφέ τα πρωινά με τον αδελφικό μου φίλο και κουμπάρο μου, τον Μανώλη τον Μητσιά.
Κι αρκετές φορές μαζί με τον Νίκο Γκάτσο. Ένα πρωινό λοιπόν ο Γκάτσος κάτι έγραφε, αν θυμάμαι καλά σ’ ένα πρόχειρο χαρτί, ίσως και χαρτοπετσέτα. Με του να γίνει κτήμα όλου του κόσμου τά το δίνει στον Μανώλη. Και του λέει: Αύριο το πρωί δώσ’ το στον Μάνο. Ήταν οι στίχοι από το “Τσάμικο”…
Όταν τους διάβασα, συγκλονίστηκα. Κι όταν άκουσα το τραγούδι, τη μουσική του Μάνου, συνειδητοποίησα τι σημαίνει να έχεις “χάρισμα”, να μετατρέπεις τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τη φαντασία, την Ιστορία σε ήχο.
Έτσι “απλά”, έτσι “χατζιδακικά”, έγιναν μελωδία τα λόγια του Γκάτσου: “Κριτής κι αφέντης είν’ ο θεός και δραγουμάνος του ο λαός”. Για την Ιστορία, όπως έχει πει ο Μητσιάς, το επόμενο εκείνο πρωί, έφυγαν απευθείας με ταξί για το στούντιο. Ο Μάνος δεν είχε δει καν ακόμα τους στίχους!
Αυτό το αριστούργημα γράφτηκε επί τόπου, εντός ολίγου… “Χατζιδακικού ολίγου”, βέβαια! Γιατί ήταν μια αυθεντία, ένας μουσικός δυσανάλογα “μεγάλος” για τη “μικρή” Ελλάδα. Και κατάφερε η μουσική του να γίνει κτήμα όλου του κόσμου. Οχι μόνο με
τα “παιδιά του Πειραιά”.
Ακόμα και με τη ροκ μπάντα New York Rock and Roll Ensemble στο μνημειώδες έργο του Reflections. Εκεί που μας σύστησε τον “Κεμάλ”. Ήμουν τότε Αμερική, φοιτητής στη Βοστόνη, και όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος θυμάμαι ότι τον διέδιδα σαν “επαρχιωτόπουλο” στο πανεπιστήμιο. Κι όταν πήγαινα, πού και πού, Νέα Υόρκη, έψαχνα μήπως τον πετύχω να πίνει τον καφέ του στο Figaro. Εκεί, δεν έτυχε.
Βρεθήκαμε αρκετές φορές αργότερα, στην Ελλάδα, τις δύο από αυτές μαζί και με τον Μίκη. Μάνος και Μίκης! Η Ελλάδα των ονείρων, η κοσμοπολίτισσα, η παγκόσμια Ελλάδα! Βρεθήκαμε ακόμα και στο σπίτι του, κοντά στην πλατεία Ρηγίλλης, μαζί με τον Ευάγγελο Αβερωφ δύο - τρεις φορές. Είχαν εξαιρετική σχέση, αμοιβαίου σεβασμού κι εκτίμησης. Παθιασμένοι με την Ελλάδα.
Αστοί. Ελεύθεροι, πνευματικοί άνθρωποι με έντονη πολιτική αλλά και πολιτιστική άποψη. Διανοούμενοι που συζητούσαν κι αναζητούσαν την αναδημιουργία, αν θέλετε, του νεοελληνικού ταυτοτικού αφηγήματος.
Αυτή ακριβώς, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι και η μεγαλύτερη προσφορά του Μάνου Χατζιδάκι στον ελληνικό πολιτισμό: Δεν συνέθεσε “απλά” μουσική αλλά συνέδεσε την -αισθητική κι αντιαισθητική, φορμαλιστική κι αντικομφορμιστική, κλασική και νεωτερική, φωτεινή και σκοτεινή, ερωτική κι ανέραστη, νέα και παλαιά, ανατολική και δυτική- νεοελληνική ταυτότητα.
Μελοποίησε την Ελλάδα της αντίφασης, του Εμφύλιου, της ξενιτιάς, της προσφυγιάς, της ανάπτυξης, του έρωτα και της αγάπης, του νεοκλασικισμού και της αναδυόμενης, πλην όμως πνευματικά ακαλλιέργητης σε μεγάλο βαθμό, αστικής τάξης. Ο Μάνος της ΕΠΟΝ και ο Μάνος της Νέας Δημοκρατίας ήταν ο ίδιος άνθρωπος: βαθύτατα Έλληνας, δεν χωρούσε αποκλειστικά σε κανέναν πολιτικό χώρο, γιατί ήταν από τη φύση του αλλά κι από τις επιλογές του υπερβατικός.
Συγκρούστηκε στη Μεταπολίτευση με τον πιο μεγάλο και δύσκολο αντίπαλο τη χυδαιότητα και την αμορφωσιά. Η πνευματική έρημος της Μεταπολίτευσης -μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις- σε όλα τα επίπεδα δημιουργίας, στο πρόσωπο και το έργο του Μάνου βρήκε μια όαση.
Παράλληλα, η πολιτική παράταξη την οποία υπηρετώ βρήκε στην πολιτισμική της υπερδομή το τέλειο “άλλοθι”: Στον “αριστερό” Μίκη αντέταξε θριαμβικά τον “δεξιό” Μάνο. Αδικήσαμε έτσι, αριστεροί και δεξιοί, και τους δύο μεγάλους αυτούς Έλληνες. Ήταν μια άσκοπη «μάχη» πολιτιστικής, και ως εκ τούτου ιδεολογικής, ηγεμονίας στην οποία -όπως αποδείχτηκε ιστορικά- ο Μάνος και ο Μίκης δεν μετείχαν.
Το παρήγορο κι ενθαρρυντικό είναι ότι σε αυτή την πολιτική αντιπαράθεση απείχε κι ο λαός. Με το αλάθητο ένστικτό του ο κάθε αριστερός τραγούδησε και χόρεψε με τον Μάνο κι ο κάθε δεξιός με τον Μίκη.
Η καθολική αναγνώριση του Μάνου από τον ελληνικό λαό, από τον ρεμπέτη μέχρι και τον ιδιοκτήτη έργων τέχνης, από τον προλετάριο της Μεταπολίτευσης μέχρι και τον μεγαλοαστό της, αποτελεί τρανή απόδειξη ότι η πατρίδα μας έχει ευοίωνο μέλλον.
Διότι η απόρριψη των στεγανών, η υπέρβαση των καθεστωτικών και φορμαλιστικών αντιλήψεων, των “άνωθεν” επιβαλλομένων και η ανεπιτήδευτη ταύτιση με τη μεγαλοφυή έκφραση πολιτισμού, μόνο έθνος με ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα καταδεικνύουν.
Κι είναι ο πολιτισμός που διαμορφώνειτο μέλλον κάθε έθνους. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Μάνος είναι εδώ. Τριγυρίζει. Μας νανουρίζει, μας ξυπνά, μας σιγοψιθυρίζει, μας φωνάζει, μας μαλώνει, μας αγαπά. Μας χορεύει με ρεμπέτικο, βαλς, τσάμικο, μπαλάντα, ροκ.
Σε τελική ανάλυση, μας κάνει να μη ρωτάμε τον ουρανό, το σύννεφο και το φεγγάρι… Γιατί αυτός είναι ο Μάνος της Ελλάδας. Κι αυτή είναι η Ελλάδα του Μάνου… Ευτυχώς».