Η Άννυ Ποδηματά κατηγορείται για άσκηση ψυχολογικής βίας
Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της ΕΕ με απόφασή του έκρινε άκυρη σε πρώτο βαθμό την απόλυση της βοηθού.
Για άσκηση ψυχολογικής βίας σε βοηθό της, η οποία τελικά απολύθηκε, κατηγορείται η αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Άννυ Ποδηματά.
Η υπάλληλος, η οποία εργαζόταν ως βοηθός στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από το 2004, υποστηρίζει μάλιστα ότι αντιμετώπισε και προβλήματα υγείας λόγω της ψυχολογικής βίας που υπέστη.
Μιλώντας στην Deutsche Welle, πηγές προσκείμενες στο συνδικάτο των υπαλλήλων της ΕΕ υποστηρίζουν ότι η Ελληνίδα αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου ασκούσε ψυχολογική πίεση στη βοηθό της, ώστε εκείνη να υποπέσει σε λάθη. Εκτιμούν μάλιστα ότι κατά καιρούς έχουν εκδηλωθεί παρόμοια κρούσματα ψυχολογικής βίας και από ξένους ευρωβουλευτές που ήθελαν να απομακρύνουν συνεργάτες τους.
Σημειώνεται πάντως ότι η προσφυγή της πρώην υπαλλήλου δεν έγινε εναντίον της κ. Ποδηματά, αλλά κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως θεσμικού οργάνου. Αυτός ήταν και ο λόγος που η κ. Ποδηματά δεν εκλήθη καν στο δικαστήριο για να εκφράσει την άποψή της για την υπόθεση.
Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της ΕΕ με απόφασή του έκρινε άκυρη σε πρώτο βαθμό την απόλυση της βοηθού λόγω παραβίασης του «δικαιώματος πρότερης ακρόασης» από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώ της επιδίκασε αποζημίωση ύψους 50.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
Άννυ Ποδηματά: Όλα έγιναν νόμιμα
Μιλώντας πάντως στην Deutsche Welle, η αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παρουσιάζει μία διαφορετική εκδοχή των γεγονότων: υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη βοηθός απομακρύνθηκε νομίμως, γιατί δεν ανταποκρινόταν στα καθήκοντά της και ότι η πραγματική αιτία της δικαστικής προσφυγής ήταν η δυσαρέσκεια που εκδήλωνε η πρώην βοηθός της, καθώς δεν αναβαθμιζόταν εργασιακά και μισθολογικά- δυσαρέσκεια που συνοδευόταν από απειλές για δικαστική προσφυγή.
Η κ. Ποδηματά υποστηρίζει μάλιστα ότι είχε ενημερώσει τις αρμόδιες υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για όλα αυτά και είχε τη σύμφωνη γνώμη τους, ενώ τονίζει ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της ΕΕ εξέδωσε καταδικαστική απόφαση για διαδικαστικούς λόγους, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης.