Τι απαντήσεις ζητούν οι πολίτες από Τσίπρα και Μεϊμαράκη στο debate
Δύο παράλληλα δράματα βρίσκονται σε εξέλιξη ενώ η χώρα βαδίζει στην τελική ευθεία των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου: Χιλιάδες πρόσφυγες προσπαθώντας να ξεφύγουν από το θάνατο στις εμπόλεμες ζώνες, βρίσκονται εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα, στα λιμάνια, στα σύνορα, στο κέντρο της Αθήνας, ενώ καθημερινά εξαντλούνται οι δυνατότητες αξιοπρεπούς φιλοξενίας τους, με σεβασμό στο κοινωνικό σύνολο. Την ίδια ώρα, τα στοιχεία για την ανεργία που συνεχίζει να μαστίζει τη χώρα και δη τη νεολαία, είναι απογοητευτικά, καθώς το «τρένο» της ανάπτυξης δεν ήρθε ποτέ.
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ, ΔΙΚΑΙΗ ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΡΙΝΟΥΝ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ
Οι πολυσυζητημένοι αναπτυξιακοί πυλώνες της οικονομίας παραμένουν «εν δυνάμει», ως εκ τούτου τα δημόσια ταμεία άδεια, και η φορολογική δικαιοσύνη εξακολουθεί να είναι «δικαιότερη» για κάποιους και όχι πάντως για τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους και τα λαϊκά στρώματα, που θα συνεχίσουν να σηκώνουν τα βάρη και στο νέο μνημόνιο.
Πρόκειται για δύο ζητήματα, με σημαντικές κοινωνικές προεκτάσεις, τα οποία θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα των επικείμενων εκλογών.
Η κατάσταση στα ελληνικά νησιά και στο κέντρο της Αθήνας είναι τραγική, τόσο για τους πρόσφυγες και μετανάστες όσο και για τους κατοίκους. Η παντελής απουσία στοιχειωδών χώρων αξιοπρεπούς προσωρινής διαμονής, υποδομών για τη διατροφή, την υγιεινή και την περίθαλψη αυτών των ανθρώπων, θέτει ζήτημα δημόσιας υγείας.
Είναι πλέον κοινή παραδοχή ότι το προσφυγικό αποτελεί ευρωπαϊκό πρόβλημα. Η Ελλάδα μόνη της αδυνατεί να σηκώσει αυτό το βάρος, η λύση δε, θα πρέπει να δοθεί άμεσα από τη διεθνή κοινότητα και ειδικά την Ευρώπη. Με αποτελεσματικά μέτρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να δείξει τον ανθρωπισμό της, χωρίς να αναθέτει τη λύση στις χώρες υποδοχής. Επίσης, να μην αναστέλλει κατά βούληση το Δουβλίνο ΙΙ και να διαμοιράζει με χρηστικά κριτήρια τους πρόσφυγες και μετανάστες στις χώρες της βόρειας Ευρώπης, ανάλογα, για παράδειγμα, με το πόσα φθηνά εργατικά χέρια έχουν ανάγκη οι βιομηχανίες της Γερμανίας. Η κυβέρνηση η οποία θα κληθεί να διαχειριστεί την κατάσταση μετά τις 20 Σεπτεμβρίου, θα πρέπει να απαιτήσει την ακύρωση των Συνθηκών του Δουβλίνου σε επίπεδο Ε.Ε, αλλά και να δώσει άμεση λύση στο εσωτερικό της χώρας.
Η λύση αυτή είναι η μία: ταχύτατη ταυτοποίηση των στοιχείων των προσφύγων, αξιοποιώντας σύγχρονα τεχνολογικά μέσα και επαρκές ανθρώπινο δυναμικό, και άμεση μεταφορά τους στη χώρα προορισμού, αξιοποιώντας όχι μόνο τις θαλάσσιες συγκοινωνίες, αλλά και τα αεροδρόμια που διαθέτουν τα νησιά. Για το σκοπό αυτό, η κυβέρνηση η οποία θα προκύψει, θα πρέπει να αξιοποιήσει άμεσα τα ευρωπαϊκά κονδύλια που ήδη είναι διαθέσιμα, αλλά και να διεκδικήσει περισσότερα, σε περίπτωση που χρειαστεί, ώστε το σχέδιο αποσυμφόρησης νησιών και λιμανιών να υλοποιηθεί χωρίς καμία καθυστέρηση. Η κατάσταση είναι οριακή, γι’ αυτό το κάθε κόμμα που διεκδικεί την ψήφο των πολιτών, θα πρέπει να κριθεί από τις προτάσεις και την επάρκειά του να αντιμετωπίσει την κατάσταση με σεβασμό στους πρόσφυγες και μετανάστες και στον ελληνικό λαό.
Η Ελλάδα θα πρέπει να ξεπεράσει γρήγορα αυτό το σκόπελο και η νέα κυβέρνηση, ο πολιτικός και επιχειρηματικός κόσμος να ασχοληθούν με το πραγματικό διακύβευμα της εποχής, άρα και των εκλογών, που είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η στροφή στην ανάπτυξη. Κόντρα στη μιζέρια και τα λάθη του παρελθόντος, ενάντια στις «τρικλοποδιές» των μνημονίων, η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αξιοποιήσει τους κλάδους της οικονομίας, στους οποίες διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα και μπορούν να αποτελέσουν πυλώνες ανάπτυξης. Η δημόσια συζήτηση τις περισσότερες φορές περιστρέφεται κυρίως γύρω από τον τουρισμό, κλάδος ο οποίος είναι σε ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια και χαρακτηρίζεται ως «βαριά» βιομηχανία. Όμως, στη χώρα υπάρχουν τομείς της πραγματικής βιομηχανίας, οι οποίοι είναι σε τροχιά ανάπτυξης, προσφέρουν χιλιάδες θέσεις εργασίας, αξιοποιούν νέους Έλληνες επιστήμονες, υψηλής ειδίκευσης. Μπορεί, δηλαδή, να ανασχεθεί η μεγάλη αιμορραγία «μυαλών», η οποία παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και αποτελεί την πιο μεγάλη «χαμένη» επένδυση της ελληνικής κοινωνίας: τη φυγή χιλιάδων νέων παιδιών που σπουδάζουν στην Ελλάδα, το ελληνικό δημόσιο επενδύει στη μόρφωσή τους, και στη συνέχεια δεν αξιοποιούνται στην ελληνική παραγωγή αλλά σε ξένες οικονομίες, ώστε να αποδώσει αυτή η επένδυση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα κλάδου, ο οποίος πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις και μπορεί να αποτελέσει προμετωπίδα ανάπτυξης, είναι η ελληνική φαρμακοβιομηχανία. Ήδη συμβάλλει στην αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας, καθώς διατήρησε τις περίπου 50.000 άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας τα προηγούμενα χρόνια και ενώ δεχόταν σοβαρό πλήγμα από τις μνημονιακές πολιτικές. Ακόμα και μέσα σε αυτές τις συνθήκες συνεχίζει να δημιουργεί και νέες θέσεις εργασίας, κάνοντας επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, οι οποίες δημιουργούν προστιθέμενη αξία για την εθνική οικονομία. Παράλληλα, η συμβολή της εγχώριας παραγωγής φαρμάκου, τόσο στα δημόσια έσοδα μέσω της απόδοσης φόρων, όσο και στο ΑΕΠ κατά 2,8 δισ. ευρώ ετησίως, είναι ο καθρέφτης της υγιούς ελληνικής επιχειρηματικότητας, εντός και εκτός συνόρων.
Η κυβέρνηση, η οποία θα προκύψει από τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου, για να διασφαλίσει την ανάπτυξη, θα πρέπει να εκπονήσει την αντίστοιχη πολιτική. Πολιτική, η οποία θα επιτρέπει και δεν θα βάζει εμπόδια στους κλάδους αυτούς, να εκπληρώσουν την αποστολή τους ως αναπτυξιακοί πυλώνες. Οι υπονομευτικές πολιτικές με μνημονιακή επίφαση, όπως γινόταν τα προηγούμενα χρόνια με τη φαρμακευτική πολιτική εν προκειμένω, θα πρέπει να αποτελέσουν παρελθόν.
Όρος για την ανάπτυξη είναι, επίσης, η δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού συστήματος, το οποίο δεν θα βάζει εμπόδια σε νέες επενδύσεις, στη δημιουργία, δηλαδή, θέσεων εργασίας και θα εγγυάται την ισονομία. Όπως είναι αναγκαία η ανακατανομή των φορολογικών βαρών ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες, αφού δεν μπορεί το «μάρμαρο» να το πληρώνουν μια ζωή οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, το ίδιο αναγκαία είναι και μεταξύ των επιχειρήσεων. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, το βάρος να σηκώνει η βιομηχανική παραγωγή που προσφέρει χιλιάδες θέσεις εργασίας και οι εφοπλιστές να απολαμβάνουν προκλητικές φοροαπαλλαγές. Η περίπτωση των Ελλήνων εφοπλιστών αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης από το κράτος, με συνέπεια αυτή η ιδιαιτέρως εύρωστη κατηγορία, να μη συμβάλλει πρακτικά στα φορολογικά έσοδα της χώρας. Το αίτημα για ισοπολιτεία και δικαιοσύνη σε όλα τα επίπεδα, είτε πρόκειται για φορολογική είτε για κοινωνική, θα πρέπει να εκπληρωθεί από την επόμενη κυβέρνηση, καθώς απαντά στο κοινό αίσθημα του ελληνικού λαού. Η πρόθεση των κομμάτων να το ικανοποιήσουν αποτελεί επίσης κριτήριο ψήφου για τις 20 Σεπτεμβρίου.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια πολύ κρίσιμη καμπή. Η νέα κυβέρνηση οφείλει να αντιμετωπίσει την κατάσταση με σοβαρότητα, να προχωρήσει σε άμεσα μέτρα που θα συμβάλλουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, αμβλύνοντας τις συνέπειες του τρίτου μνημονίου. Χρειάζεται να υλοποιηθεί ένα φιλόδοξο σχέδιο, το οποίο να «πατάει» στις μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες και τον πλούτο της πατρίδας μας. Η Ελλάδα είναι μία πλούσια χώρα, με πρωτογενή τομέα, ορυκτό πλούτο, γεωστρατηγική θέση, έμπειρο τεχνικό και επιστημονικό δυναμικό, και επιχειρηματικότητα με όραμα και ανθρώπους που θέλουν να επενδύσουν σε αυτόν τον τόπο.
Ο ελληνικός λαός οφείλει να στηρίξει εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες έχουν αυτό το όραμα, είναι διατεθειμένες να συγκρουστούν με παθογένειες και «ιερές αγελάδες» της ελληνικής οικονομίας, να υπερασπιστούν με σθένος τα συμφέροντα της χώρας στο εξωτερικό και να φέρουν άμεσες λύσεις στα οξυμένα ανθρωπιστικά προβλήματα, όπως το προσφυγικό. Ο ελληνικός λαός θα αποδείξει στις 20 Σεπτεμβρίου, αν για μία ακόμα φορά θα στείλει μήνυμα περηφάνιας, τόσο προς τους δανειστές σε Βερολίνο, Βρυξέλλες και ΔΝΤ, όσο και στον νικητή των εκλογών, ορίζοντας παράλληλα, το πλαίσιο της πολιτικής που θα ασκηθεί την επόμενη ημέρα στα φλέγοντα ζητήματα.