Παυλόπουλος: Η Ελλάδα θα διεκδικήσει τις πολεμικές αποζημιώσεις
«Η Ελλάδα δεν πρόκειται να διεκδικήσει τις αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο από τη Γερμανία μονομερώς. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο. Τα διεκδικεί όμως, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, έχοντας όπως κάθε χώρα το απόλυτο δικαίωμα για κάτι τέτοιο».
Τα παραπάνω ανέφερε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος προς τον Γερμανό ομόλογό του Φρανκ Βάλτερ Στάινμάγερ, για το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων, στο επίσημο δείπνο στο προεδρικό μέγαρο, προς τιμήν του κ.Στάινμάγερ.
Παράλληλα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έστειλε ξεκάθαρα μηνύματα αναφορικά με τα εθνικά μας θέματα προς Τουρκία και ΠΓΔΜ.
Ειδικότερα, ο Προκόπης Παυλόπουλος σημείωσε ότι «Το πόσο η Ελλάδα αισθάνεται, στο διηνεκές, αναπόσπαστο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει και από το ότι ακόμη και τα εθνικά της θέματα τα υπερασπίζεται υπό το φως και στην βάση των αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαίου» και πρόσθεσε:
«Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου. Επιπλέον θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτήν τη γραμμή υπάρχει απόλυτη ταύτιση και συμπόρευση μεταξύ της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Ηγεσιών τους».
Ως προς τα Ελληνικά σύνορα, με έμφαση σ' εκείνα του Αιγαίου, υπενθύμισε, ότι «η Συνθήκη της Λωζάνης, σύμφωνα με την πεμπτουσία του Διεθνούς Δικαίου, πρέπει να γίνεται απ' όλους πλήρως σεβαστή. Κάθε αμφισβήτησή της, άμεση ή έμμεση, είναι αδιανόητη και αυτονοήτως απορριπτέα. Πολλώ μάλλον όταν οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Μάλιστα, επισήμανε ότι «εμείς τείνουμε πάντοτε χείρα φιλίας και καλής γειτονίας προς την Τουρκία» και πρόσθεσε « Εμείς, οι Έλληνες, θέλουμε μια Τουρκία δημοκρατική, θέλουμε μια Τουρκία ευημερούσα, μια Τουρκία η οποία να έχει ευρωπαϊκή προοπτική. Γι'αυτό και σε κάθε περίπτωση που συνάντησε δυσκολίες η Τουρκία, με τελευταίο παράδειγμα το πραξικόπημα, εμείς στηρίξαμε την συνταγματική της νομιμότητα. Ευνοούμε, το τονίζω, την ευρωπαϊκή της προοπτική. Είμαστε άλλωστε, όπως συνηθίζω να λέγω, ‘η πόρτα και το παράθυρο' της Τουρκίας προς την Ευρώπη.
Αλλά αυτό προϋποθέτει, για να γίνει πράξη, από την πλευρά της Τουρκίας μια πλήρη, ειλικρινή και έμπρακτη απόδειξη του σεβασμού του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου στο σύνολό τους. Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε δεν είναι δυνατό να χτισθεί πραγματική φιλία». Όπως παρατήρησε «οι φιλίες χτίζονται πάνω στην ειλικρινή βάση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Εμείς το εννοούμε αυτό και είμαστε εδώ να ζήσουμε ως φίλοι και καλοί γείτονες με την Τουρκία, αλλά είμαστε έτοιμοι επίσης, αν χρειασθεί, να υπερασπισθούμε και τα εθνικά μας θέματα που, όπως είπα πριν, είναι και θέματα της Ευρώπης».
Στην αντιφώνησή του, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κ. Φράνκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, αφού ευχαρίστησε τον Έλληνα ομόλογό του για τα θερμά λόγια που του απηύθυνε και την φιλική υποδοχή, αναφέρθηκε στην προηγούμενη επίσκεψή του στη χώρα μας, «στο λίκνο της Δημοκρατίας και της Ευρώπης», όπως είπε, κατά την οποία είχε συναντηθεί και με τον Έλληνα πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα.
Παράλληλα, σημείωσε ότι η ιστορική σημασία της Ελλάδας, αποτελεί από μόνη της λόγο για επίσημη επίσκεψη, ο δεύτερος λόγος της επίσκεψής μου είναι ότι βρισκόμαστε αυτή την στιγμή σε μια βαθιά κρίση στην Ευρώπη, ιδίως μετά το Brexit, και αν θέλουμε να ξεπεράσουμε τις αντιπαλότητες θα χρειαστεί να είμαστε ενωμένοι στην Ευρώπη των 27, στην οποία ανήκει η Ελλάδα.
Ο τρίτος λόγος της επίσκεψής του, είπε ότι είναι πιο ουσιαστικός και αφορά στις ελληνογερμανικές σχέσεις, οι οποίες είναι ευρύτερες και δεν περιορίζονται στην απλή χορήγηση δανείων.
Ο τέταρτος λόγος είναι τα εγκαίνια της documenta14, ο τίτλος της οποίας (Να μάθουμε από την Αθήνα), μπορεί να δημιουργεί ερωτήματα, ή ακόμα και να προκαλεί. Η documenta, όμως, ήταν πάντα ένα forum, το οποίο προσελκύει το ενδιαφέρον και θα μας οδηγήσει σε μια διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων, έστω και εάν δεν είναι ένα άνετο περιβάλλον για έναν πολιτικό.
Ολόκληρη η προσφώνηση του Προκόπη Παυλόπουλου:
«Κύριε Πρόεδρε,
Με ιδιαίτερη χαρά σας υποδέχομαι στην Αθήνα και στην Προεδρία της Δημοκρατίας, υπό την ιδιότητά σας ως Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Και με την ευκαιρία αυτής της επίσημης επίσκεψής σας στην Ελλάδα επιτρέψατέ μου να σας συγχαρώ, για μιάν ακόμη φορά, αλλά να συγχαρώ και το Εκλεκτορικό Σώμα, το οποίο σας ανέδειξε στο Ύπατο Αξίωμα της Χώρας σας. Και τούτο διότι η εκλογή σας σηματοδότησε, και δη εμβληματικώς, την κορύφωση μιας πραγματικά λαμπρής πολιτικής σταδιοδρομίας, με διεθνείς προεκτάσεις, στο πλαίσιο της οποίας έχετε ήδη συμβάλει καθοριστικώς όχι μόνο στην πορεία της Χώρας σας αλλά και στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την κατεύθυνση της τελικής της ενοποίησης, όπως είναι και ο οριστικός προορισμός της. Δικαίως λοιπόν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας μπορεί να επαίρεται ότι τον θώκο του Ύπατου Αξιώματος κατέχει σήμερα ένας κορυφαίος Ευρωπαίος Πολιτικός, με όλη την σημασία των λέξεων.
Κύριε Πρόεδρε,
Θέλω να σας διαβεβαιώσω ειλικρινώς πως εμείς, οι Έλληνες, εκτιμούμε ιδιαιτέρως το γεγονός ότι ανταποκριθήκατε, κατά προτεραιότητα, στην πρόσκλησή μου να επισκεφθείτε την Ελλάδα, δείχνοντάς της έτσι εμπράκτως την σημασία που δίνει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και εσείς προσωπικώς στην περαιτέρω ενίσχυση και εμβάθυνση των Ελληνογερμανικών σχέσεων. Και η εκτίμησή μας αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη εκ του ότι η επίσκεψή σας πραγματοποιείται σε μιαν εξαιρετικώς κρίσιμη συγκυρία τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικώς, ιδίως δε για τον σκληρό πυρήνα της, την Ευρωζώνη. Ας πορευθούμε από κοινού, Κύριε Πρόεδρε, οι δύο Λαοί μας, καθένας στο μέτρο που του αναλογεί, και στο δρόμο που χάραξαν -βεβαίως σε μιαν άλλη συγκυρία- ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Χέλμουτ Σμιτ, για να υπερασπισθούμε τόσο την ιστορική αποστολή καθενός μέσα στην μεγάλη Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια όσο και την εκπλήρωση του Ευρωπαϊκού Οράματος, ήτοι την δημιουργία μιας Ομοσπονδιακής Ευρώπης υπό όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας που σέβεται στο ακέραιο το Κράτος Δικαίου, τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου και, επομένως, την Ελεύθερη -όχι όμως και ανεξέλεγκτη- Οικονομία.
Κύριε Πρόεδρε,
Εμείς, οι Έλληνες, είμαστε έτοιμοι γι’ αυτή την μεγάλη συμπόρευση, και το έχουμε ήδη αποδείξει. Με τεράστιες θυσίες για τον Λαό της- που δεν οφείλονται μόνο σε δικά της λάθη- η Ελλάδα πορεύεται τον ευρωπαϊκό της δρόμο αποφασισμένη και αταλάντευτη. Επιβεβαιώνοντας πόσο δίκιο είχε ο Γκαίτε, όταν έλεγε προφητικά πως «απ’ όλους τους λαούς, οι Έλληνες ονειρεύτηκαν πιο όμορφα τ’ όνειρο της ζωής», δεν μπορούμε να φαντασθούμε την πορεία μας εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης. Πιστεύουμε όμως επίσης ότι ισχύει στο ακέραιο ο στίχος του Γκύντερ Γκρας, γραμμένος για την Ελλάδα και την Ευρώπη της βαθιάς κρίσης, το 2012: «Στερημένη από πνεύμα, Εσύ θα φθαρείς χωρίς τη Χώρα που το πνεύμα της, Εσένα, Ευρώπη εδημιούργησε». Με άλλες λέξεις η Ευρωπαϊκή Ένωση ποτέ δεν θα ήταν η ίδια χωρίς την Ελλάδα, στην οποία οφείλει τουλάχιστον τον έναν από τους τρεις πυλώνες που την στηρίζουν: Το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και τις απαράμιλλες σύγχρονες πανευρωπαϊκές και παγκόσμιες προεκτάσεις του.
Κύριε Πρόεδρε,
Το πόσο η Ελλάδα αισθάνεται, στο διηνεκές, αναπόσπαστο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει και από το ότι ακόμη και τα εθνικά της θέματα τα υπερασπίζεται υπό το φως και στην βάση των θεμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Έτσι:
· Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου. Επιπλέον δε θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτήν τη γραμμή υπάρχει απόλυτη ταύτιση και συμπόρευση μεταξύ της Ελληνικής και της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Ηγεσιών τους.
· Ως προς τα Ελληνικά σύνορα, με έμφαση σ’ εκείνα του Αιγαίου, η Συνθήκη της Λωζάνης, σύμφωνα με την πεμπτουσία του Διεθνούς Δικαίου, πρέπει να γίνεται απ’ όλους πλήρως σεβαστή. Κάθε αμφισβήτησή της, άμεση ή έμμεση, είναι αδιανόητη και αυτονοήτως απορριπτέα. Πολλώ μάλλον όταν οδηγεί σε αμφισβήτηση των συνόρων όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο σημείο τούτο πρέπει να επισημάνω ότι εμείς τείνουμε πάντοτε χείρα φιλίας και καλής γειτονίας προς την Τουρκία. Εμείς, οι Έλληνες, θέλουμε μια Τουρκία δημοκρατική, θέλουμε μια Τουρκία ευημερούσα, μια Τουρκία η οποία να έχει ευρωπαϊκή προοπτική. Γι’αυτό και σε κάθε περίπτωση που συνάντησε δυσκολίες η Τουρκία, με τελευταίο παράδειγμα το πραξικόπημα, εμείς στηρίξαμε την συνταγματική της νομιμότητα. Ευνοούμε, το τονίζω, την ευρωπαϊκή της προοπτική. Είμαστε άλλωστε, όπως συνηθίζω να λέγω, ‘η πόρτα και το παράθυρο’ της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, προς την Δύση γενικότερα. Αλλά αυτό προϋποθέτει, για να γίνει πράξη, από την πλευρά της Τουρκίας μια πλήρη, ειλικρινή και έμπρακτη απόδειξη του σεβασμού του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου στο σύνολό τους. Αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε δεν είναι δυνατό να χτισθεί πραγματική φιλία. Oι φιλίες χτίζονται πάνω στην ειλικρινή βάση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Εμείς το εννοούμε αυτό και είμαστε εδώ να ζήσουμε ως φίλοι και καλοί γείτονες με την Τουρκία. Αλλά είμαστε έτοιμοι επίσης, αν χρειασθεί, να υπερασπισθούμε και τα εθνικά μας θέματα που, όπως είπα πριν, είναι και θέματα της Ευρώπης.
· Προς την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας καθίσταται σαφές ότι όσο επιμένει στην χρησιμοποίηση ονόματος, το οποίο πέραν της προκλητικής παραχάραξης της Ιστορίας αποπνέει αλυτρωτισμό, δεν έχει ευρωπαϊκή προοπτική. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο αποκλείει υποψήφια κράτη-μέλη τα οποία αμφισβητούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το statusquoτων συνόρων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
· Τέλος, η Ελλάδα θεωρεί παγίως ότι ορισμένες από τις απαιτήσεις που αφορούν το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις της εποχής της κατοχής είναι πάντα νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες. Αλλά και αυτού του είδους οι θέσεις δεν διεκδικούνται από την Ελλάδα μονομερώς. Τις εντάσσουμε στο πλαίσιο του διεθνούς και του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Και μέσα σε αυτόν τον διεθνή και ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό, θα υποστηρίξει καθένας τις θέσεις του.
Κύριε Πρόεδρε,
Το Προσφυγικό ζήτημα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι πρωτόγνωρες προσφυγικές ροές προς την Ευρώπη προκαλούνται, κυρίως, από τις εστίες πολέμου στην Μέση Ανατολή, ιδίως δε στην Συρία. Εάν αυτές δεν εξαλειφθούν, το πρόβλημα δεν θα επιλυθεί οριστικώς. Η Χώρα μου, λόγω της νησιωτικής μορφολογίας εκτεταμένου μέρους των συνόρων της και της άμεσης γειτνίασής της προς την Τουρκία, δέχεται μεγάλο αριθμό προσφύγων αλλά και παράνομων μεταναστών από την Μέση Ανατολή. Κάνει ό,τι μπορεί, με απόλυτο σεβασμό στην πρωταρχική αξία της ανθρώπινης ζωής και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας καθενός, προκειμένου να διαφυλάξει τα σύνορά της, που είναι και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Προσφυγικό ζήτημα, όμως, μπορεί ν’ αντιμετωπισθεί μόνον εφόσον θεωρηθεί ως κοινό, πρώτιστης δε σημασίας, πρόβλημα όλων των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσο για το άλλο μεγάλο σύγχρονο πρόβλημα, εκείνο της διεθνούς τρομοκρατίας, οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε, μ’ απόλυτη αποφασιστικότητα, ως έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας. Γι’ αυτό η αποφασιστικότητα ως προς την πάταξη της διεθνούς τρομοκρατίας είναι υπόθεση, η οποία αφορά όλη την πολιτισμένη Ανθρωπότητα και απαιτεί την συνεργασία όλων των Κρατών που την συγκροτούν.
Κύριε Πρόεδρε,
Ελλάδα και Γερμανία, Γερμανία και Ελλάδα έχουν χρέος ν’ αγωνισθούν για να γίνει πράξη το Ευρωπαϊκό Όραμα, η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Ιδίως μέσα στην εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία που βιώνουμε, οφείλουμε ν’ αντιληφθούμε ότι ο μεγάλος αυτός στόχος μπορεί να επιτευχθεί μόνο στην βάση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Άρα στην βάση του Ανθρώπου, της αξίας του και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Αυτό το ευρωπαϊκό μας χρέος είναι τόσο περισσότερο επιτακτικό, όσο ο ρόλος της Ευρώπης υπερβαίνει τους Λαούς της και γίνεται παγκόσμιος. Και τούτο διότι η Ευρώπη, περισσότερο από κάθε άλλη δύναμη, μπορεί να υπερασπισθεί αποτελεσματικώς τις παγκόσμιες αρχές του Ανθρωπισμού, της Ειρήνης, της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης. Σ’ αυτούς λοιπόν τους δύσκολους καιρούς ας αναζητήσουμε για την Ευρώπη μας αυτό που ο Γκαίτε -φυσικά σ’ ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο- είχε αναζητήσει λίγο πριν κλείσει τα μάτια: «Περισσότερο φως».
Με αυτές τις σκέψεις, Κύριε Πρόεδρε, εύχομαι σ’ εσάς προσωπικώς υγεία και δύναμη για να φέρετε σε πέρας το μεγάλο έργο που σας ανέθεσε προσφάτως η Γερμανική Πολιτεία. Και στον Φίλο Γερμανικό Λαό ευημερία και πρόοδο σε όλους τους τομείς των δραστηριοτήτων του».