Στον Βόλο ο παλαιότερος νεολιθικός οικισμός της Ευρώπης - Εντυπωσιακές εικόνες
Μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, που προκάλεσαν τον θαυμασμό όλης της Ευρώπης, και αποτελούν ως σήμερα τους αρχαιότερους ανακαλυφθέντες οικισμούς της νεολιθικής περιόδου στη Γηραιά Ήπειρο, βρίσκονται μία ανάσα από το κέντρο του Βόλου και περιμένουν περισσότερη ανάδειξη, αξιοποίηση και προβολή.
Πρόκειται για τους οικισμούς του Διμηνίου και του Σέσκλου, όχι άγνωστους, αλλά χωρίς ίσως την προσοχή που θα έπρεπε να τους έχει επιδοθεί.
Σημαντικότερος εκ των δύο οικισμών είναι ο νεολιθικός οικισμός του Διμηνίου, που βρίσκεται πάνω σε ένα χαμηλό λόφο και σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, που δούλεψαν και ανέσκαψαν την περιοχή με απίστευτο ζήλο, εκτιμάται ότι το Διμήνι κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη Νεότερη Νεολιθική, κάπου στις αρχές της 5ης χιλιετίας, και τα αρχιτεκτονικά λείψανα του εκτείνονται πάνω στο λόφο δίδοντας την εικόνα ενός οργανωμένου νεολιθικού οικισμού που παρουσιάζει ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο: τους έξι λιθόκτιστους περιβόλους, που κατασκευάστηκαν γύρω από τον οικισμό κατά ζεύγη.
Τα σπίτια βρίσκονταν γύρω από την κεντρική αυλή ή στο χώρο που δημιουργείται ανάμεσα στα ζεύγη των περιβόλων, είναι μεγάλα και έχουν βοηθητικά παράπλευρα κτίσματα που αφήνουν ανάμεσα τους αστέγαστο χώρο για κοινόχρηστη αυλή.
Στις επί δεκαετίες ανασκαφές στα ευρήματα περιλαμβάνονται λίθινα και οστέινα εργαλεία, ειδώλια και κοσμήματα, καθώς επίσης και άφθονη κεραμική, γραπτή και εγχάρακτη που αποτελεί το αποκορύφωμα της νεολιθικής κεραμικής τέχνης.
Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1886, μόλις λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση του Βόλου, με πρωτοβουλία του τότε νομάρχη Μαγνησίας Ι. Κονδάκη και του γυμνασιάρχη Ε. Κούση, και με τη συνεργασία των αρχαιολόγων Π. Καββαδία, P. Wolter και H. Lolling.
Τα ευρήματα ήταν σημαντικότατα και οι ουσιαστικές ανασκαφικές έρευνες στο Διμήνι άρχισαν από το 1977 και για 30 ολόκληρα χρόνια η σπουδαία αρχαιολόγος Βασιλική Αδρύμη - Σισμάνη με τα ευρήματά της έδειξε ότι το Διμήνι δεν εγκαταλείφθηκε στο τέλος της Νεότερης Νεολιθικής, αλλά κατοικήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα συνεχώς και μέχρι το τέλος της Χαλκοκρατίας, ενώ στα μέσα του 15ου αι. π.Χ. χτίστηκαν οι πρώτες μυκηναϊκές οικίες οι οποίες διαδέχτηκαν παλαιότερα μεσοελλαδικά μέγαρα. Οι οικίες χτίστηκαν δεξιά και αριστερά από ένα φαρδύ δρόμο και όλος ο οικισμός απλώνεται σε μία έκταση μεγαλύτερη από 100 στρέμματα.
Η μεγαλύτερη ανακάλυψη στο Διμήνι ήταν και παραμένουν οι δύο επιβλητικοί μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι, το «Λαμιόσπιτο» και η «Τούμπα» που αποδίδονται χωρίς καμία αμφιβολία στους βασιλείς του οικισμού και από τους αρχαιολόγους εκτιμώνται ως εφάμιλλοι εκείνων των Μυκηνών.
Η Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη, που ανέσκαψε όλη την περιοχή από το 1977 μέχρι και το 2011, ήταν επικεφαλής των ανασκαφών και δημιούργησε, μαζί με τους συνεργάτες της, ένα ολοκληρωμένο και επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο κορυφαίας σημασίας και πολλές φορές ξεναγούσε η ίδια τους επισκέπτες και έδειχνε σε ελληνικά και ξένα τηλεοπτικά δίκτυα, τα συγκλονιστικά ευρήματα του Διμηνίου.
Σε πολλές περιπτώσεις αναφέρθηκε και η ταύτιση του αρχαιολογικού χώρου του Διμηνίου με εκείνον της Ιωλκού και ότι ίσως τα ανακαλυφθέντα παλάτια να ανήκουν στον Ιάσονα και τους άνακτες της περιόδου εκείνης.
Σήμερα με επικεφαλής τη διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Μαγνησίας Αθηνά Μπάτσιου και την αναπληρώτρια Ελισάβετ Νικολάου «οι ανασκαφές συνεχίζονται και επεκτείνονται συνεχώς». Όπως εξήγησε η κ. Νικολάου μιλώντας στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων «συγκεκριμένα, στο κέντρο του οικισμού ερευνήθηκε ένα μεγάλο συγκρότημα που αποτελείται από δύο μεγάλα μέγαρα που πλαισιώνονται από άλλα μικρότερα κτίρια και συνδέονται με μία εσωτερική αυλή. Το Μέγαρο Α, όπως το αποκαλούμε, αποτελείται από δύο πτέρυγες δωματίων που συνδέονται μεταξύ τους με διάδρομο. Στη βόρεια πτέρυγα βρίσκονται οι κύριοι χώροι διαμονής, ενώ στη νότια πτέρυγα οι βοηθητικοί και εργαστηριακοί χώροι. Σε έναν από αυτούς αποκαλύφθηκε λίθινο σταθμίο με τρία εγχάρακτα σύμβολα Γραμμικής Β γραφής, ενώ στο διάδρομο βρέθηκαν λίθινες μήτρες και άλλα εργαλεία που σχετίζονται με τη μεταλλουργία. Οι τοίχοι του Μεγάρου Α σώζονται αρκετά καλά, σε ικανό ύψος και είναι επιχρισμένοι, όπως και τα δάπεδα, με λευκό ασβεστοκονίαμα. Προς τα βόρεια και προς τα νότια του κτιρίου αναπτύσσονται δύο ανεξάρτητες πτέρυγες αποθηκών. Το Μέγαρο Α καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε από τους ενοίκους του στο τέλος του 13ου αι. - αρχές του 12ου αι. π.Χ.».
Η αρχαιολόγος Ελισάβετ Νικολάου μιλώντας και για τα άλλα ευρήματα των ανασκαφών, τόνισε ότι «το Μέγαρο Β περιλαμβάνει επίσης δύο πτέρυγες δωματίων που χωρίζονται από διάδρομο. Και αυτό καταστράφηκε ολοσχερώς από ισχυρή πυρκαγιά στο τέλος του 13ου αι.- αρχές 12ου αι. π.Χ. Οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με επάλειψη πηλού που διατηρήθηκε άριστα σε ορισμένα σημεία λόγω της φωτιάς, ενώ το δάπεδό του ήταν κατασκευασμένο από παχύ στρώμα πηλού με ενίσχυση από ασβέστη και χαλίκια. Στις αποθήκες του αρχαίου συγκροτήματος βρέθηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής και απανθρακωμένα βοτανικά κατάλοιπα, ενώ στον πρόδομο αποκαλύφθηκε ένας πήλινος υπερυψωμένος βωμός».
Οι δύο μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι αποτελούν ωστόσο σημεία αναφοράς για τον νεολιθικό οικισμό του Διμηνίου, και σύμφωνα με τις αναφορές του Υπουργείου Πολιτισμού ο μικρότερος, αλλά και αρχαιότερος, είναι εκείνος που ονομάστηκε «Λαμιόσπιτο».
Η είσοδος στη θόλο του «Λαμιόσπιτου» γινόταν μέσω του στομίου (ύψους 3 μ., μήκους 2,20 μ. και πλάτους 1,90 μ.), που καλύπτεται με τέσσερις μεγάλες πλάκες, που αποτελούν το υπέρθυρό του, πάνω από το οποίο υπήρχε το ανακουφιστικό τρίγωνο. Η θόλος, με διάμετρο 8,20 μ. και ύψος 8,10 μ., έχει κατασκευασθεί κατά το εκφορικό σύστημα, πιθανώς με τη χρήση ξυλοτύπων, τα ίχνη των οποίων δεν είναι ορατά. Είναι χτισμένη με μικρές ακανόνιστες ασβεστολιθικές πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό, οι οποίες στη βάση της είναι ιδιαίτερα ενισχυμένες. Το δάπεδο έχει διαμορφωθεί με ισοπέδωση του ασβεστολιθικού βράχου.
Το άνω τμήμα της θόλου έφραζε μεγάλη στρογγυλή πλάκα, «το κλειδί». Ο τάφος απέδωσε λίγα αλλά σπουδαία ευρήματα, κυρίως γυάλινα κοσμήματα, ελεφάντινα αντικείμενα και χάλκινα όπλα, τα οποία μεταφέρθηκαν και εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ο θολωτός τάφος «Τούμπα» που ανασκάφηκε το 1892 από τον Β. Στάη, βρέθηκε συλημένος και δεν διατηρείται σε καλή κατάσταση, αφού η θόλος του έχει καταρρεύσει μέχρι το ύψος του υπερθύρου. Είναι καλύτερα κατασκευασμένος από το θολωτό τάφο «Λαμιόσπιτο», και χρονολογείται - σύμφωνα με την αρχιτεκτονική του μορφή- λίγο αργότερα από αυτόν. Από τα ελάχιστα θραύσματα των αγγείων που βρέθηκαν στην ανασκαφή του δρόμου που οδηγεί στη θόλο, η τελευταία χρήση του τάφου μπορεί να χρονολογηθεί στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, δηλαδή στο 13ο αι. π.Χ.
Ο τάφος αποτελείται από τη θόλο και από ένα μακρύ δρόμο, του οποίου οι παρειές συγκρατούνται από λιθόκτιστους αναλημματικούς τοίχους, οι οποίοι στη συμβολή τους με τη θόλο έχουν ύψος 4,00 μ. και σώζονται σε αρίστη κατάσταση. Στο δυτικό άκρο του δρόμου σώζεται ο τοίχος της τελευταίας φραγής του τάφου. Η είσοδος στη θόλο του τάφου γινόταν μέσω ενός στομίου που καλύπτεται από τρεις μεγάλες λαξευμένες πέτρες υπερθύρου πάχους 0,45μ. Η εσωτερική πλάκα του υπερθύρου είναι λαξευμένη ώστε να ακολουθεί τη μορφή της θόλου.
Η θόλος έχει κατασκευασθεί κατά το εκφορικό σύστημα και είναι χτισμένη με μικρές ασβεστολιθικές πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό. Οι πέτρες στη βάση της θόλου είναι μεγάλοι λαξευμένοι κυβόλιθοι και είναι θεμελιωμένοι πάνω στον ασβεστολιθικό βράχο που έχει ισοπεδωθεί για να αποτελέσει το δάπεδο του θολωτού τάφου, όπου ανακαλύφθηκε κτιστή λάρνακα για την τοποθέτηση της νεκρικής κλίνης.
Αν και ο τάφος βρέθηκε συλημένος, ωστόσο μερικά ευρήματα, κυρίως μικρά χρυσά και γυάλινα κοσμήματα, διέφυγαν της προσοχής των αρχαιοκαπήλων και τα κτερίσματα αυτά εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.
Σήμερα απαιτούνται γενναίες οικονομικές ενισχύσεις από την Πολιτεία, για την συνέχιση των ανασκαφών στον νεολιθικό οικισμό του Διμηνίου και προπάντων η συστηματική ανάδειξη, προβολή και προώθηση του εξαιρετικά σημαντικού αρχαιολογικού χώρου, όπως ζητά και ο Δήμος Βόλου, αφού μεταξύ άλλων αποτελεί σημείο αναφοράς και υψηλού ενδιαφέροντος για χιλιάδες τουρίστες που καταφθάνουν από τα κρουαζιερόπλοια στο λιμάνι του Βόλου.