Όσμπορν: Τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα μπορούσαν να επιστραφούν προσωρινά στην Ελλάδα - Ο όρος
Απαντώντας στην κριτική της Ελληνίδας υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη για την προβληματική φύλαξη των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο ο Όσμπορν ανέφερε ότι επιθυμεί να διερευνήσει την πιθανότητα συμφωνίας για την προσωρινή επιστροφή τους
Το ενδεχόμενο να επιστραφούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα με αντάλλαγμα να αποστείλει η χώρα μας αρχαιότητες που δεν έχουν εκτεθεί στο Λονδίνο, άφησε ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, μιλώντας στην επιτροπή Πολιτισμού, ΜΜΕ και Αθλητισμού του βρετανικού κοινοβουλίου.
Απαντώντας στην κριτική της Ελληνίδας υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη για την προβληματική φύλαξη των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο ο Όσμπορν ανέφερε ότι επιθυμεί να διερευνήσει την πιθανότητα συμφωνίας για την προσωρινή επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι το ίδρυμα του οποίου προϊσταται είναι ένα από τα ελάχιστα ανά την υφήλιο, όπου μπορεί κανείς να δει παράλληλα τους μεγάλους πολιτισμούς της Ιστορίας.
«Θεωρούμε ότι παίζουμε πολύ σημαντικό ρόλο στο Βρετανικό Μουσείο λέγοντας όχι μόνον την ιστορία της αρχαίας Αθήνας και του ρόλου της στον κόσμο, αλλά και πώς αλληλεπιδρά με άλλους μεγάλους πολιτισμούς.
Νομίζω ότι αξίζει να διερευνήσουμε - και έχω βρεθεί σε άμεσες συνομιλίες για το θέμα αυτό με την ελληνική κυβέρνηση – αν υπάρχει κάποιας μορφής συμφωνία που θα επέτρεπε σε μερικά από τα Γλυπτά να μείνουν ένα διάστημα στην Ελλάδα», είπε ο Όσμπορν.
Ο ίδιος επεσήμανε ότι η παρουσία των Μαρμάρων του Παρθενώνα στη Βρετανία αποτελεί εδώ και δύο αιώνες σημείο τριβής με την Ελλάδα. «Δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστη κατάσταση αυτή η αντιπαράθεση με την Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες», είπε ο Όσμπορν. «Θέλουμε να δημιουργήσουμε μια κατάλληλη εταιρική σχέση, ώστε να έλθουν εδώ τεχνουργήματα που δεν έχουν βγει ποτέ από την Ελλάδα και δεν έχουν εκτεθεί στο παρελθόν και Γλυπτά από τη συλλογή του Παρθενώνα να ταξιδέψουν στην Ελλάδα. Αλλά αν ήταν εύκολο το πρόβλημα θα είχε επιλυθεί από τη δεκαετία του 1810 και έκτοτε. Είναι ένα πρόβλημα που έχουν αντιμετωπίσει πολλές βρετανικές κυβερνήσεις».