Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ο «Άγιος των ελληνικών γραμμάτων»: Ένα ποίημα προς τη μητέρα του
«"O Παπαδιαμάντης είναι ο πιο μεγάλος πεζογράφος της νέας ελληνικής λογοτεχνίας", έγραφε το 1943 ο Γεώργιος Σεφέρης, για να τον συγκαταλέξει λίγα χρόνια αργότερα (1952) ανάμεσα στους μεγάλους Έλληνες ποιητές. Αυτός ο διπλός χαρακτηρισμός είναι ενδεικτικός της παπαδιαμαντικής γραφής. Έργο ποιητικό που τυχαίνει να είναι γραμμένο σε πρόζα, ή πεζογραφικό ποιητικής υφής, το έργο του Σκιαθίτη συγγραφέα αποτέλεσε πρόκληση και γόνιμο πεδίο άσκησης για την κριτική», σημειώνει η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο επονομαζόμενος «Άγιος των ελληνικών γραμμάτων», ο κορυφαίος Έλληνας λογοτέχνης με την ασκητική μορφή και την απαράμιλλη γλώσσα, έγραψε 180 ηθογραφικά διηγήματα, τρία μυθιστορήματα (Η Μετανάστις, Οι έμποροι των Εθνών, Η Γυφτοπούλα), 40 μελέτες, άρθρα και μεταφράσεις.
Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας συγγραφέας που μιλάει κατευθείαν στην ψυχή του ανθρώπου, που θέτει θεμελιώδη ζητήματα καίρια, παντοτινά άρα και σύγχρονα. Ο Παπαδιαμάντης βάζει τον αναγνώστη στη θέση του συνοδοιπόρου μέσα στις ιστορίες του, ο οποίος γίνεται συμμέτοχος και συμπαίκτης.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στην Σκιάθο το 1851. «Έφυγε» από τη ζωή από πνευμονία στις 3 Ιανουαρίου του 1911. Κατά τις αδελφές του, πέθανε τα μεσάνυχτα στις 2 προς τις 3 Ιανουαρίου. Ωστόσο, στην ληξιαρχική πράξη του θανάτου του αναφέρεται ότι απεβίωσε στις «δυο Ιανουαρίου ημέραν Κυριακήν και ώραν 11π.μ» (με πληροφορίες από τα «Άπαντα» του Παπαδιαμάντη, εκδόσεις ΔΟΜΟΣ).
«Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας του Άλέξανδρου Παπαδιαμάντη χιόνιζε, καὶ τὸ φέρετρο, ποὺ μεταφερόταν ξεσκέπαστο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὰ Μνημούρια, στρώθηκε μὲ χιόνι, σὰν σάβανο. Τὴ συνθήκη αὐτὴ εἶχε περιγράψει ὁ ἴδιος στὸ διήγημα «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια», ὅπου ὁ μπαρμπα–Γιαννιός, ὁ ἥρωας τοῦ διηγήματος, πεθαίνει σαβανομένος ἀπὸ τὸ χιόνι! (Δημήτρης Μαυρόπουλος - Ἐκδόσεις ΔΟΜΟΣ).
«Καὶ ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾽ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου».
Λίγα λόγια για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 3 Μαρτίου του 1851. Ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελική Εμμανουήλ το γένος Μωραΐτη. Είχε δύο αδελφούς και πέντε αδελφές
Τελείωσε το δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του ελληνικού σχολείου στη Σκιάθο. Φοίτησε σε σχολείο της Σκοπέλου, του Πειραιά και τελικά πήρε απολυτήριο Γυμνασίου από το Βαρβάκειο το 1874. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου όμως ποτέ δεν αποφοίτησε, ενώ γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του.
Έμαθε αγγλικά και γαλλικά μόνος του. Για να ζήσει έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και δημοσίευε κείμενα και μεταφράσεις στις εφημερίδες. Τον Ιούλιο του 1872 ακολούθησε το μοναχό Νήφωνα στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε μερικούς μήνες, αλλά διαπίστωσε ότι δεν του ταίριαζε το μοναχικό σχήμα. Ωστόσο δεν έλειπε ποτέ από τον κυριακάτικο εκκλησιασμό στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου έψελνε ως δεξιός ψάλτης.
Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα η "Μετανάστις" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι". Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης. Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Το έργο του περιλαμβάνει περίπου 180 διηγήματα και νουβέλες που αναφέρονται στις φτωχές τάξεις της Αθήνας και της Σκιάθου και ελάχιστα ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου. Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετηρίδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην πατρίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία.
Προς την μητέρα μου (1873)
Μάννα μου, ἐγώ 'μαι τ' ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι,
ὅπου τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι' ἂν στραφῇ κι' ἀπ' ὅπου κι' ἂν περάσῃ
δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθῇ, κλωνάρι νὰ πλαγιάσῃ.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ' ἀποδαρμένη
μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ' ἀφρισμένη,
παλεύω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
κι' ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μαννούλα μου, ν' ἀράξω,
μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοὺ βουλιάξω.
Μαννούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν' ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω,
κι' ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοῖρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βάσανά μου,
ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι' ἄμμο·
εἶναι κι' ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴν ψυχὴ τὴ μαύρη,
π' ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι' ὁπὄλεος δὲν θαὔρει.
Κι' ἐκείνη μ' ἀποκρίθηκε κι' ἐκείνη ἀπελογήθη:
«Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης·
ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες·
ὅντας σὲ ἔπλασ' ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες».
Διαβάστε επίσης
H «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» που καθιέρωσε το «Merry Christmas» - Τα ξεσπάσματα του Ντίκενς
Γιώργος Σεφέρης: 60 χρόνια από τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Θάνος Μικρούτσικος: Ο λόγος που θύμωσε με την κόρη του και της είπε να αλλάξει το επώνυμό της