Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Ο ήλιος των ψυχών» - Διαβάστε το 3ο μέρος «Σκόνη και χάος»

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το 3ο κεφάλαιο του διηγήματος του Newsbomb.gr, «Σκόνη και χάος».

Το Newsbomb.gr κάθε μήνα θα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη ο οποίος το γράφει ειδικά για το Weekend Edition. Το «Σκόνη και χάος» είναι το τρίτο κεφάλαιο του διηγήματος «Ο ήλιος των ψυχών» και μπορείτε να το διαβάσετε αμέσως πιο κάτω.

Καλή ανάγνωση!

Σκόνη και χάος

Έγειρε και της έδωσε ένα ζουμερό φιλί στο στόμα. Εκείνη αγουροξυπνημένη ανταπέδωσε, αλλά μετά γκρίνιαξε.

«Σήμερα θα είχες ρεπό».

«Το ξέρω, καρδιά μου, αλλά άλλαξε το πρόγραμμα και πρέπει να πάω στο εργοστάσιο. Αρρώστησε ένας συνάδελφος», της είπε ο Μανώλης και τράβηξε για το μπάνιο.

Λίγο αργότερα η Μαρία είχε κατεβεί στην κουζίνα. Έφτιαξε καφέ κι ένα πρόχειρο πρωινό για χάρη του συζύγου της. Ύστερα τον είδε να ξεπροβάλει ντυμένος.

Ο Μανώλης κάθισε και βιαστικά έφαγε μια φρυγανιά με βούτυρο και μέλι. Ήπιε και δυο γουλιές καφέ και σηκώθηκε.

«Σήμερα που είναι Τρίτη και είναι ανοιχτά τα μαγαζιά το απόγευμα, θες να πάμε να ψωνίσουμε σχολική τσάντα για τη μικρή; Σε λίγες μέρες ξεκινάει στο νηπιαγωγείο η Σταυρούλα μας».

Ξάφνου η Μαρία σκοτείνιασε.

«Τι έπαθες;»

«Σκέφτομαι. Πόσο θα ’θελε η αδελφή μου να της αγοράσει την πρώτη σχολική της τσάντα!».

«Καρδιά μου, μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου. Η Δήμητρα πάλεψε σκληρά, αλλά ποιος νίκησε τον καρκίνο στο συκώτι; Να λες δόξα τω Θεώ που η Σταυρούλα έχει εμάς, γιατί αλλιώς θα ήταν σε κανένα ίδρυμα. Σαν παιδί μας την έχουμε».

Η Μαρία κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και σηκώθηκε. Έδωσε στον Μανώλη μία τσάντα με το μεσημεριανό φαγητό που του είχε ετοιμάσει και έφτασαν στην πόρτα.

«Θα σε δω το απόγευμα», της είπε και της έδωσε ένα ακόμα φιλί στο στόμα. «Σ’ αγαπάω όσο δεν φαντάζεσαι».

«Εγώ να δεις», του είπε εκείνη και τον είδε να φεύγει.

Μόλις έκλεισε την πόρτα ένα τρέμουλο σκορπίστηκε στα χέρια της. Για μια στιγμή η Μαρία τα ’χασε. Δεν έδωσε όμως περισσότερη σημασία και ανέβηκε στον πάνω όροφο για να ξυπνήσει τον γιο της.

Ο Γιάννης ήταν περίπου δέκα χρόνων και ήταν καρπός γνήσιου έρωτα. Παρά τις αντιδράσεις των γονιών της, η Μαρία επέμεινε και τελικά παντρεύτηκε τον Μανώλη σε ηλικία 20 ετών, ενώ λίγους μήνες μετά γεννήθηκε ο γιος τους.

Τον βρήκε να χουζουρεύει κάτω από το σεντόνι ενώ στο κομοδίνο βρισκόταν το αγαπημένο του ηλεκτρονικό παιχνίδι. Τράβηξε τις κουρτίνες για να μπει το ανακριτικό φως της ημέρας και τον σκούντηξε ελαφρά.

Εκείνος μουρμούρισε και μεμιάς είπε: «Άσε με να κοιμηθώ. Σε λίγες μέρες ξεκινάει το σχολείο. Γιατί να ξυπνάω από τώρα τόσο πρωί;».

«Δεν είναι τόσο πρωί. Κοντεύει εννέα!».

«Χάραμα είναι. Άσε με, σου λέω. Θέλω να κοιμηθώ».

Η Μαρία χαμογέλασε αλλά τελικά τον άφησε. Πήγε στη διπλανή κρεβατοκάμαρα, όπου κοιμόταν η Σταυρούλα. Την είδε να έχει αγκαλιά το λούτρινο αρκουδάκι της. Σκέφτηκε να την ξυπνήσει, αλλά αναθεώρησε.

Επέστρεψε στην κουζίνα και συμμάζεψε τα πιάτα. Δεν είχε διάθεση για τίποτα, μήτε για πλέξιμο, κάτι που αγαπούσε τόσο πολύ από μικρή. Κοντοστάθηκε πλάι στη τζαμαρία που έβγαζε στο πίσω μέρος του κήπου και χάζεψε τα φυτά. Οι σκέψεις της όμως ήταν στον Μανώλη.

«Ένας συνάδελφος αρρώστησε και έπρεπε εσύ να τον καλύψεις. Πάντα εσύ! Ο καλός Σαμαρείτης του εργοστασίου. Κι έλεγα σήμερα να πηγαίναμε καμιά βόλτα ώς την Πάρνηθα», μονολόγησε και ξεφύσηξε απογοητευμένη.

Ύστερα κάθισε στο σαλόνι και ξεφύλλισε μερικά διαφημιστικά φυλλάδια των σούπερ μάρκετ με τις εβδομαδιαίες προσφορές. Στις τελευταίες σελίδες είδε σχολικές τσάντες. Ανάμεσα σε πολλά σχέδια ξεχώρισε αυτή που στην πρόσθια όψη της είχε ένα ανοιξιάτικο τοπίο με καταπράσινα δένδρα και στο βάθος δέσποζε ολόφωτος ένας ήλιος. Μ’ ένα πρόχειρο στυλό την κύκλωσε και μονολόγησε. «Αυτή!» Αμέσως μετά ο νους της απαγκιστρώθηκε απ’ το πρόσωπο της αδελφής της. «Κι εσύ αυτή θα της αγόραζες».

~~~~~

Στις 14:00 ο Μανώλης είχε μόλις ολοκληρώσει το διάλειμμά του για φαγητό.

«Α, ρε φίλε, άρχοντα σ’ έχει η Μαρία», σχολίασε ένας συνάδελφός του, ο Νίκος.

«Δεν έχω παράπονο. Κι εσύ όμως μια χαρά είσαι».

«Ε, δεν είμαστε το ίδιο. Εμένα με προσέχει ακόμη η μάνα μου».

«Δεν νομίζεις ότι είναι καιρός αυτό να αλλάξει; Κοντεύεις τα 30. Ώς πότε θα σε νταντεύει;».

«Τι; Και θα βάλω εγώ το κεφάλι μου στον ντορβά; Εγώ, φίλε, είμαι ελεύθερο πουλί. Θα ζήσω μέχρι τα 100 και από κανάρα σε κανάρα θα πετάω. Άλλωστε, η μάνα μου με έχει βασιλιά. Φαγητό σαν το δικό της καμιά δεν φτιάχνει».

«Βρε, άσε τη μάνα σου εκεί που είναι και κοίταξε να νοικοκυρευτείς. Τρία χρόνια είσαι με την Ελένη. Τι σας λείπει; Εσύ δουλεύεις στις αποθήκες, εκείνη στο λογιστήριο, σπίτι δικό σου έχεις, νέοι είστε, τι άλλο θες;».

«Την ηρεμία μου. Στην αρχή του γάμου όλα είναι καλά, μετά όμως…».

«Μετά είναι τα ωραία, φίλε μου. Το ίδιο είναι να γυρνάς στο σπίτι και αυτό να είναι άδειο και το ίδιο είναι να γυρνάς και να σε περιμένει η οικογένειά σου;».

«Τέλος η πλύση εγκεφάλου για σήμερα! Άντε σήκω, γιατί μας περιμένουν. Έχει έρθει φορτηγό», είπε δυνατά ο Νίκος και τράβηξαν για τις αποθήκες του εργοστασίου.

Στις 14:56 το χτύπημα του Εγκέλαδου έμελλε να ήταν ολέθριο τόσο για τις εγκαταστάσεις του κτηρίου όσο και για αρκετές ανθρώπινες ψυχές που βρίσκονταν στο εσωτερικό τους.

Οι εργαζόμενοι έκαναν να τρέξουν προς την έξοδο. Πολλοί όμως δεν πρόλαβαν. Ο Νίκος πετάχτηκε σαν ελατήριο από τη θέση του. Καθώς έτρεχε, ρωτούσε γύρω του…

«Οι άλλοι πού είναι; Ο Μηνάς, ο Στέλιος, ο Μανώλης πού είναι;».

Το βουητό της σεισμικής αντάρας δεν άφηνε περιθώρια να ακουστεί η φωνή του. Τα σίδερα πάλλονταν, οι σκαλωσιές έτρεμαν, η γη τρανταζόταν και η οροφή καραδοκούσε να πέσει.

«Μανώληηηη!» Κραύγασε ο Νίκος αλλά…

Οι τοίχοι έδειχναν χάρτινοι και μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα γκρεμίστηκαν, εγκλωβίζοντας δεκάδες εργαζομένους. Η οροφή σωριάστηκε στο έδαφος, ο πανικός σκορπίστηκε σαν λαίλαπα, οι κραυγές τρόμου και απόγνωσης αντιλάλησαν παντού ενώ η εκκωφαντική βοή του σεισμού τριβόλιζε αυτιά και ψυχές.

Κι ύστερα… σκόνη και χάος! Μέσα σε 15 δευτερόλεπτα… σκόνη και χάος!

Όσοι κατάφεραν να βγουν έξω δεν πίστευαν στα μάτια τους. Πύρινα δάκρυα αποφλοίωναν πρόσωπα, στο κρεσέντο οι στριγκλιές, κλονισμένα χέρια ενωμένα με παγωμένα κούτελα κι ένας πρωτόγνωρος φόβος στο ζενίθ.

Άλλοι έμοιαζαν με αγάλματα που αποσβολωμένα κοιτούσαν πίσω τους με βλέφαρα κοκκαλωμένα και ψυχή σμπαράλια, ενώ άλλοι συνέχιζαν να τρέχουν όσο πιο μακριά μπορούσαν.

Διήρκεσε μόλις 15 δευτερόλεπτα… Κι ήταν υπεραρκετά για να καρφώσει ο θάνατος το αιχμηρό δόρυ του επιβάλλοντας το τέλος σε ανθρώπινες ζωές.

~~~~~

Το επόμενο χάραμα η Μαρία ξύπνησε στο νοσοκομείο. Στο πλευρό της ο δεκάχρονος Γιάννης και η ξαδέλφη της, η Βάσω. Πληροφορήθηκε τα μαύρα μαντάτα για τη Σταυρούλα και ξέσπασε σε ουρλιαχτά που ξεσήκωσαν νέα αντάρα στον όροφο.

Κι ύστερα ήρθε η πληροφορία πως ο άνδρας της αγνοούνταν στα συντρίμμια του εργοστασίου. Σαν αλλόφρων ξερίζωσε την πεταλούδα που είχε στο αριστερό της χέρι και έκανε να σηκωθεί. Ο αβάστακτος πόνος στα πόδια της όμως, την κράτησε καθηλωμένη στο κρεβάτι.

«Όχιιιι… όχιιιι!» Η μία της κραυγή διαδεχόταν την άλλη. Μάταια η ξαδέλφη της προσπαθούσε να την ηρεμήσει.

Αδυσώπητος ο κλονισμός! Η Μαρία λιποθύμησε στα χέρια της Βάσως.

~~~~~

Στις 6 Σεπτεμβρίου ο Σταύρος είχε ρεπό. Αν και σκόπευε να περάσει τον ελεύθερο χρόνο του με τη Ρέα, επικαλέστηκε μια αληθοφανή δικαιολογία και το απέφυγε. Η συνομιλία του με τη Μαρία και όλα όσα εκείνη του είχε αποκαλύψει τον είχαν συνταράξει. Δεν ένιωθε ακόμη έτοιμος να τα μοιραστεί με κανέναν.

Όλο το πρωινό έκοβε βόλτες απ’ την κουζίνα στο σαλόνι συλλογιζόμενος τη Μαρία, τη φωτογραφία της Σταυρούλας και φυσικά το μενταγιόν με τον μισό ήλιο.

Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Κόντευε δώδεκα το μεσημέρι. Ήταν θεονήστικος ενώ το στόμα του μύριζε απ’ τα πολλά τσιγάρα. Από τη μία ήθελε πάση θυσία να συναντηθεί ξανά με τη Μαρία, μα απ’ την άλλη δίσταζε φοβισμένος για όλα εκείνα τα παράδοξα, των οποίων είχε γίνει αυτήκοος μάρτυρας.

Θυμήθηκε ξανά τους εφιάλτες του αλλά και τους ήχους «να πας, να πας, να πας». Άρχισε να ταράζεται και να ξεφυσά σαν ατμομηχανή που επεξεργαζόταν το άγνωστο πασχίζοντας να το εντάξει στα καλούπια της λογικής.

Πήρε μια βαθιά εισπνοή και μπόλιασε τα σωθικά του με άφθονο οξυγόνο, αρκετό για να βρει το θάρρος που χρειαζόταν. Άρπαξε τα κλειδιά του και έκλεισε πίσω του την πόρτα.

Μέσα στην επόμενη ώρα ήταν έξω από τη μονοκατοικία της Μαρίας στο Μενίδι. Την είδε να κάθεται στην μπαμπού πολυθρόνα της βεράντας και να πλέκει. Πριν καν προλάβει να της πει το παραμικρό είδε το βλέμμα της να τον συλλαμβάνει.

Η Μαρία τράβηξε τα γυαλιά από τα μάτια της και άφησε κατά νου το πλεκτό. Στα χείλη της φορέθηκε ένα αληθινό χαμόγελο. Με αργά βήματα κατέβηκε τα μαρμάρινα σκαλιά και έφτασε ώς την καγκελόπορτα του κήπου.

«Σε περίμενα. Ένιωθα ότι θα ξανάρθεις».

«Κερνάς καφέ;»...

*Μην χάσετε το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο: «Για τη Σταυρούλα»


Διαβάστε επίσης

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Ο ήλιος των ψυχών» - Διαβάστε το 2ο μέρος «15 δευτερόλεπτα»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Ο ήλιος των ψυχών» - Διαβάστε το 1ο μέρος «Ο ίδιος εφιάλτης»

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ