Η συγκλονιστική βιογραφία του Δημήτρη Μητροπάνου
Όλη η ζωή του σε ένα βιβλίο. Δυόμισι χρόνια μετά τον ξαφνικό χαμό του ο οποίος βύθισε στο πένθος τον κόσμο που υπηρετεί το ελληνικό πεντάγραμμο, ο Δημήτρης Μητροπάνος αναβιώνει μέσα από τις σελίδες της βιογραφίας του.
Πρόκειται για το «Δημήτρη», το τέταρτο κατά σειρά βιβλίο του Ευθύμη Φιλίππου ο οποίος υπήρξε στενότατος φίλος του ίδιου αλλά και της οικογένειάς του. Μαζί με το βιβλίο κυκλοφορεί και ένα cd του μεγάλου καλλιτέχνη με ανέκδοτα τραγούδια του, τα οποία βρίσκονταν καλά κρυμμένα στα συρτάρια της δισκογραφικής εταιρίας Μinos EMI. Τώρα λοιπόν ήρθε η ώρα για να σκιαγραφηθεί η προσωπικότητα ενός αξέχαστου ερμηνευτή του λαϊκού πενταγράμμου. Διαβάστε απόσπασμα του βιβλίου...
«Παντού είχε συγκεκριμένη θέση στο σπίτι. Στο σαλόνι συγκεκριμένη θέση, στην κουζίνα συγκεκριμένη θέση, στο τραπέζι του κήπου επίσης.
Συνήθως κατέβαινε από το υπνοδωμάτιο γύρω στις εφτά το απόγευμα. Όταν εμείς δεν διαβάζαμε για το σχολείο, καθόμασταν στη θέση του στον καναπέ και βλέπαμε τηλεόραση. Ήταν η καλύτερη θέση στο σαλόνι για να δει κανείς τηλεόραση. Δεν έλεγε ποτέ κουβέντα. Δεν μας έλεγε ποτέ να σηκωθούμε ευθέως. Έφερνε τον καφέ τον άφηνε μπροστά μας, μετά έφευγε και έφερνε το νεράκι του και το ακουμπούσε δίπλα στον καφέ πάλι μπροστά στη θέση του, μετά έφερνε το τασάκι και κάποια στιγμή παίρναμε το μήνυμα και σηκωνόμασταν μόνες μας. Ή καμιά φορά που αφήναμε κατά λάθος λίγο χώρο στην άκρη του καναπέ δίπλα στη θέση του, ερχόταν και χωνόταν εκεί, στριμωχνόταν εκεί δίπλα μας με σκοπό να κατακτήσει ξανά το μαξιλάρι του. Η θέση του ήταν στον από δω καναπέ τέρμα δεξιά.
Όταν κάποιος ξένος καθόταν στη θέση του, ντρεπόταν να του πει να σηκωθεί και δυσανασχετούσε εσωτερικά, οπότε αναγκαζόμουν εγώ να πω: Συγγνώμη μπορείτε να σηκωθείτε, γιατί εδώ είναι η θέση του;
Καθόταν πάντα στην άκρη του καναπέ και μια φορά πήγε και κάθισε εκεί η γυναίκα μου. Δεν ήξερε. Αυτό το μαξιλάρι είχε βουλιάξει. Σήκω, της είπα, είναι καρφωμένος εκεί ο τύπος, δεν τον βλέπεις, έχει κάνει εκμαγείο. Πάντα εκεί, λίγο κλίση προς τα δεξιά, προς το τζάκι και το τασάκι μπροστά. Δεν του άρεσαν οι μελιτζάνες καθόλου. Και μια φορά σε ένα τραπέζι η γυναίκα μου είχε φτιάξει μοσχάρι με πουρέ μελιτζάνας. Δεν είπε τίποτα. Γάμησέ τα. Το έφαγε όλο. Και μετά από ώρα της είπε: Και να σου πω και κάτι; Δεν μ’ αρέσουν οι μελιτζάνες. Αυτό το «Και να σου πω και κάτι;» το έλεγε συχνά πολύ. Το έβαζε στην αρχή των προτάσεων συνήθως, λες και είχε πάντα να συμπληρώσει κάτι, ενώ δεν είχε, αλλά του άρεσε πολύ να το λέει. Όπως χρησιμοποιούσε συχνά και τις φράσεις «Αυτό εμένα δεν με αφορά» ή «χέστηκα» και ξέροντας ότι αυτά τα δύο σήμαιναν το ίδιο πράγμα και είχαν την ίδια ουσία, το ένα το χρησιμοποιούσε σε κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις και το άλλο σε πιο απλές συζητήσεις. Το ένα για καλό, για επίσημο, και το άλλο για πρόχειρο. Ο δε συνδυασμός «Και να σου πω και κάτι, εμένα δεν με αφορά», αυτό ήταν το αποκορύφωμα. Για να σ’ το πω κι αλλιώς. Αν υπήρχε τραγούδι που είχε μέσα τη φράση «Και να σου πω και κάτι» θα το έλεγε αυτός.
Ο Μήτσος ήταν παλιά μια πολύ γκρίζα μουσική υπόκρουση με τραγούδια που είχανε υψηλή εντασιακή και συναισθηματική κλίμακα σχεδόν αιμάτινη. Το ’76 άρχισε να θρυλοποιείται, αλλά χωρίς να έχει ο ίδιος συναίσθηση του εαυτού του ή του εκτοπίσματός του. Κάναμε παρέα. Από ένα σημείο και μετά κάναμε παρέα πολύ. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτούς που όταν σου μιλάνε κοιτάζουν αν φωτίζονται καλά εκείνη τη στιγμή κι αν έχουν καλό πλάνο, και σε αυτούς που σου μιλάνε.
Δεν άκουσα. Σε τι χωρίζονται οι άνθρωποι;
Οι άνθρωποι χωρίζονται σε αυτούς που όταν σου μιλάνε κοιτάζουν αν φωτίζονται καλά εκείνη τη στιγμή κι αν έχουν καλό πλάνο, και σε αυτούς που σου μιλάνε. Ο καράφλας ήταν στους δεύτερους. Παρόλο που δεν μιλούσε και που περίπου έπρεπε να του ρίξεις κέρμα για να μιλήσει. Καθόταν μόνο έτσι και σε κοίταζε και μετά κοίταζε πάνω και μετά πάλι εσένα. Ερχόταν στο γραφείο μου στη Minos γύρω στις τρεις-τρεισήμισι, έβαζε καφέ και ψέλλιζε ψιθύρους ανάμεσα σε σιωπηλά δεκάλεπτα τσιγάρων. Σιγά σιγά έπαιρνε μπροστά, υπήρχε ένα ροντάρισμα στην ομιλία και ύστερα μου ανακοίνωνε ότι θα πάει για ύπνο. Απογευματινό δίωρο. Θα σηκωνόταν στις εννιά, θα έκανε ένα μπάνιο, μετά ένα δεύτερο μπάνιο με την κολόνια του και θα πήγαινε να τραγουδήσει.
Ποια κολόνια;
Eau Sauvage.
Dior;
Dior. Όλα αυτά τα χρόνια πάντα η ίδια ήταν. Ναι και έφτανε λοιπόν στο καμαρίνι, έκανε δυνατά λαλά λα λαλά πριν βγει, μας κορόιδευε ότι κοιτάξτε υποδύομαι ότι κάνω ζέσταμα, έβγαινε και όταν προχώραγε η νύχτα είχε πια λυθεί μέσα του και έξω του τελείως.
Φόραγε την ίδια κολόνια από το ’67. Την έβαζε μετά το μπάνιο το απόγευμα. Καταλαβαίναμε ότι ξύπνησε από το άρωμα αυτό.
Ξυριζότανε και μετά έβαζε στα χέρια του κολόνια και έκανε αυτί. Με τα χέρια του στα μάγουλα. Και εγώ ήμουνα μικρή και ζήλευα και μια μέρα έβαλα κι εγώ την κολόνια του στο πρόσωπό μου και κοκκίνισα, ερεθίστηκε το πρόσωπό μου κι έτσουζε πολύ και δεν ξαναέβαλα».
Πηγή: popaganda
Φωτογραφία: mnp.