Ενισχύεται η AbbVie στη νευρολογία με την εξαγορά της Cerevel Therapeutics

Η εξαγορά της Cerevel αποτελεί μια στρατηγική επιλογή για την AbbVie
Η εξαγορά αποτελεί σημαντικό βήμα προόδου για την παροχή νέων και καλύτερα ανεκτών θεραπειών
AP
3'

Στην AbbVie εντάσσεται η Cerevel Therapeutics, καθώς ολοκληρώθηκε η διαδικασία εξαγοράς της. Η Cerevel διαθέτει πολλά προγράμματα με θεραπείες υπό ανάπτυξη, για διάφορες νευρολογικές και ψυχιατρικές παθήσεις, όπως η σχιζοφρένεια, η νόσος του Πάρκινσον και οι διαταραχές της διάθεσης, όπου καταγράφονται σημαντικές ανεκπλήρωτες ανάγκες για τους ασθενείς. Οι θεραπευτικές λύσεις υπό ανάπτυξη της Cerevel συμπληρώνουν, σε μεγάλο βαθμό, το υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο της AbbVie στη νευρολογία και η ολοκλήρωση της εξαγοράς αποτελεί σημαντικό βήμα προόδου για την παροχή νέων και καλύτερα ανεκτών θεραπειών.

Η εξαγορά της Cerevel αποτελεί μια στρατηγική επιλογή για την AbbVie, η οποία δυνητικά θα συνεισφέρει σημαντικά στα έσοδα της εταιρείας, την επόμενη δεκαετία. Παράλληλα, η AbbVie επιβεβαιώνει εκ νέου τη δημοσιοποιημένη πρόβλεψη για προσαρμοσμένα απομειωμένα κέρδη ανά μετοχή, για το 2024, μεταξύ 10,71 και 10,91 δολαρίων, καθώς και τη δημοσιοποιημένη πρόβλεψη για προσαρμοσμένα απομειωμένα κέρδη ανά μετοχή τρίτου τριμήνου μεταξύ 2,92 και 2,96 δολαρίων.

Οι παράγοντες σε στάδιο κλινικών δοκιμών της Cerevel συμπληρώνουν τις αναδυόμενες υπό ανάπτυξη θεραπείες της AbbVie. Το emraclidine, ένας δυνητικά καλύτερος στην κατηγορία του αντιψυχωσικός παράγοντας επόμενης γενιάς, είναι ένας θετικός, αλλοστερικός ρυθμιστής (PAM) του μουσκαρινικού υποδοχέα Μ4, ο οποίος μελετάται για τη θεραπεία της σχιζοφρένειας – μίας νόσου που επηρεάζει περίπου 24 εκατομμύρια ανθρώπους, παγκοσμίως. Σε μία μελέτη Φάσης 1b, το emraclidine έχει καταδείξει ελπιδοφόρα αποτελεσματικότητα και ασφάλεια, ενώ, παράλληλα, ολοκληρώνονται δύο δοκιμές Φάσης 2 που σχεδιάστηκαν για να επιτρέψουν τη συγκέντρωση στοιχείων για την κατάθεση φακέλου έγκρισης.

Το tavapadon, ένας πρώτος στην κατηγορία του εκλεκτικός μερικός αγωνιστής της ντοπαμίνης D1/D5, για την αντιμετώπιση της νόσου του Πάρκινσον, συμμετέχει επί του παρόντος σε μελέτες Φάσης 3 και διαθέτει δυνατότητες για χρήση τόσο ως μονοθεραπεία όσο και ως συμπληρωματική θεραπεία. Με βάση την αποτελεσματικότητα και το προφίλ ασφάλειας-ανεκτικότητάς του, το tavapadon θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην πρώιμη νόσο του Πάρκινσον, αποτελώντας βραχυπρόθεσμα, μία συμπληρωματική θεραπεία των υφιστάμενων συμπτωματικών θεραπειών της AbbVie για την προχωρημένη νόσο του Πάρκινσον. Πρόσφατα, το tavapadon πέτυχε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο, σε μια πιλοτική μελέτη Φάσης 3, ενώ αναμένονται και δεδομένα από πρόσθετες μελέτες Φάσης 3 του tavapadon, εντός του τρέχοντος έτους.

Το CVL-354, που βρίσκεται επί του παρόντος στη Φάση 1, είναι ένας δυνητικά καλύτερος στην κατηγορία του ανταγωνιστής του υποδοχέα των κ-οπιοειδών (KOR) που έχει τη δυνατότητα να παρέχει σημαντικά βελτιωμένη αποτελεσματικότητα και ανεκτικότητα σε σύγκριση με τις υφιστάμενες θεραπείες για τη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή. Το darigabat, που βρίσκεται επί του παρόντος στη Φάση 2, είναι ένας θετικός, αλλοστερικός ρυθμιστής (PAM) που στοχεύει επιλεκτικά τις υπομονάδες α 2/3/5 του υποδοχέα GABA τύπου A για την ανθεκτική στη θεραπεία επιληψία και τη διαταραχή πανικού.

«Η εξαγορά της Cerevel ενισχύει τα θεμέλια της AbbVie στον τομέα της νευρολογίας και μας δίνει την κατάλληλη τοποθέτηση, ώστε να επιτύχουμε βιώσιμες και μακροπρόθεσμες επιδόσεις, την επόμενη δεκαετία», δήλωσε ο Robert A. Michael, Chief Executive Officer της AbbVie και πρόσθεσε: «Οι νέοι συνάδελφοί μας από τη Cerevel μοιράζονται τη δέσμευσή μας για να συμβάλλουμε θετικά και ουσιαστικά στη ζωή των ασθενών που ζουν με νευρολογικές και ψυχιατρικές παθήσεις. Καλωσορίζουμε με ενθουσιασμό την ταλαντούχα ομάδα της Cerevel στην AbbVie».

Σχετικές ειδήσεις