Κορονοϊός: Τα κλειστά σχολεία στην πανδημία και οι συνέπειες στα παιδιά - Τι θα συνέβαινε σήμερα
Βαθύ αποτύπωμα στη γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών άφησε το λοκ-ντάουν στα σχολεία, κατά την πανδημία του κορονοϊού

Μαθησιακό κενό τουλάχιστον έξι μηνών που μπορεί να μην αναπληρωθεί ποτέ, εντοπίζουν οι ειδικοί για τους μαθητές Δημοτικού στις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια των λοκ-ντάουν και των κλειστών σχολείων, στην πανδημία του κορονοϊού. Μάλιστα, τα μαθησιακά αποτελέσματα κατακρημνίστηκαν και μόνο μετά το 2022 άρχισαν να ανακάμπτουν, χωρίς να έχουν επανέλθει στα προ του 2019 επίπεδα, σύμφωνα με τους New York Times.
Η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες με την πιο μακρά και αδιάλειπτη περίοδο αναστολής της λειτουργίας των σχολείων, κατά το πρώτο και δεύτερο κύμα της πανδημίας του κορονοϊού. Με τις αρνητικές ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις να θεωρούνται σήμερα δεδομένες, ιδιαίτερα στους μικρότερους σε ηλικία μαθητές, καθώς και σε μεγαλύτερους μαθητές που αντιμετώπιζαν εξετάσεις υψηλών απαιτήσεων, το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: ήταν σωστό το καθολικό κλείσιμο των σχολείων για τόσο μεγάλο διάστημα;
Η Φινλανδία απαντά όχι. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (ECDC) και το φινλανδικό Ινστιτούτο Υγείας και Πρόνοιας (THL) διενέργησαν μελέτη για το θέμα -η οποία δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2024- και χαρακτήρισαν ως «αναποτελεσματικό μέτρο» το καθολικό κλείσιμο των σχολείων, καθώς δεν είχε ουσιαστική επίδραση στην ανάσχεση εξάπλωσης του ιού, ούτε στην προστασία των μαθητών, ακόμα και κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της παραλλαγής Alpha. Η μελέτη αναγνωρίζει ότι τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί παίζουν κρίσιμο ρόλο στη ζωή των μαθητών, διαδικασία που παρεμποδίστηκε από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Παρόλο που η μελέτη βασίστηκε σε καθαρά επιδημιολογικά στοιχεία και δεν εστίασε σε δευτερογενείς επιπτώσεις, όπως στη μαθησιακή διαδικασία από την τηλεκπαίδευση, στην ψυχική υγεία των μαθητών ή στην ενδοοικογενειακή βία, παρατηρείται αύξηση των ανισοτήτων, καθώς η μακρά απουσία από το σχολείο και τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες επηρέασε δυσανάλογα κυρίως τα μη προνομιούχα παιδιά, που χρειάζονταν μεγαλύτερη υποστήριξη. Τέλος, η μελέτη καταλήγει ότι ορθότερο θα ήταν το κλείσιμο σχολείων κατά περίπτωση, κατά τη διάρκεια τοπικών εξάρσεων.
Αλλά και η Ελλάδα φαίνεται πως σήμερα θα είχε διαφορετική στάση. Σε μια προσπάθεια αποτίμησης της απόκρισης της χώρας στην υγειονομική κρίση που έφερε το ξέσπασμα της covid-19, η Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων άνοιξε τη συζήτηση σε φόρουμ που διοργάνωσε στο πλαίσιο του 24ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Λοιμώξεων. Εκεί, ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), Καθηγητής Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, αναφέρθηκε στο θέμα των σχολείων: «Στην Ελλάδα, οι ηλικίες που "οδηγούσαν" την πανδημία ήταν νέοι 19-30 ετών». Επομένως, «θα μπορούσαμε να μην κλείσουμε τα Δημοτικά, γιατί τελικά δεν είχαν μεγάλη συμμετοχή στην μετάδοση, αλλά π.χ. στοχευμένα τα λύκεια ή τα πανεπιστήμια, που μπορούν να κάνουν και τηλεκπαίδευση πιο αποτελεσματικά».
Κλειστά σχολεία στην Ελλάδα
Η πανδημική κρίση της COVID-19 επηρέασε την εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, όπως καμία άλλη υγειονομική κρίση μέχρι σήμερα. Από τον Φεβρουάριο του 2020, 191 χώρες πήραν μέτρα καθολικής αναστολής της δια ζώσης εκπαιδευτικής διαδικασίας όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, επηρεάζοντας 1,58 δισ. εκπαιδευόμενων (μαθητών, φοιτητών, σπουδαστών) παγκοσμίως (περισσότερο από το 90% των εγγεγραμμένων) και δημιουργώντας μια άνευ προηγουμένου κατάσταση στην ιστορία της εκπαίδευσης. Παράλληλα, η αναστολή της λειτουργίας των σχολείων επηρέασε περίπου 63 εκατομμύρια εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι προσπαθούσαν με όποια διαθέσιμα μέσα (τηλεκπαίδευση μέσω διαδικτύου, ραδιοφώνου, τηλεόρασης) να διασφαλίσουν τη συνέχιση της διδασκαλίας και της μάθησης. Τρεις μήνες μετά σε πολλές χώρες ξεκίνησε σταδιακά η επανεκκίνηση της διά ζώσης εκπαιδευτικής διαδικασίας, επιδιώκοντας την εξισορρόπηση της ανάγκης για προστασία από την πανδημία από τη μία και την αποφυγή των ψυχοκοινωνικών επιπτώσεων και επιπτώσεων στη σωματική υγεία, από την άλλη. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με την πιο μακρά και αδιάλειπτη περίοδο αναστολής της λειτουργίας των σχολείων.
Στη χώρα μας, τα σχολεία σε όλη την επικράτεια έκλεισαν στις 10 Μαρτίου 2020. Στις 11 Μαΐου επαναλειτούργησε η Γ' Λυκείου και στις 18 Μαΐου έγινε η επανέναρξη των μαθημάτων για τους μαθητές των υπόλοιπων τάξεων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τα Δημοτικά σχολεία, τα Νηπιαγωγεία, οι μονάδες ειδικής αγωγής όλων των βαθμίδων και οι βρεφονηπιακοί σταθμοί επαναλειτούργησαν από την 1η Ιουνίου με συγκεκριμένα μέτρα προσωπικής υγιεινής.
Στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, τα σχολεία έκλεισαν στις 7 Νοεμβρίου 2020. Άνοιξαν για ένα σύντομο διάστημα τον Φεβρουάριο και ξαναέκλεισαν, στην περίπτωση της Αττικής δε, η αδιάλειπτη αναστολή διήρκεσε μέχρι τον Απρίλιο. Στις 12 Απριλίου άνοιξαν τα Λύκεια και σε δεύτερο χρόνο τα Γυμνάσια και τα Δημοτικά.
Οι συνέπειες στους Έλληνες μαθητές
Η επιλογή της αναστολής της δια ζώσης λειτουργίας των σχολικών μονάδων στη χώρα μας για το μεγαλύτερο διάστημα της πανδημικής κρίσης και η αντικατάστασή της από την τηλεκπαίδευση, φαίνεται πως αφήνει βαθύ αποτύπωμα, τόσο στις εργασιακές συνθήκες των εκπαιδευτικών, όσο και στη γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών, δημιουργώντας αποκλεισμούς και οξύνοντας ταυτόχρονα τις ήδη υπάρχουσες εκπαιδευτικές ανισότητες σε βάρος των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει το Κέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ, που εκπόνησε μελέτη για να διερευνήσει τις συνέπειες των κλειστών σχολείων και της τηλεκπαίδευσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τμήμα της μελέτης διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής των σχολείων στο δεύτερο κύμα και δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2021.
Μεταξύ άλλων, διαπιστώνεται συσχέτιση της τηλεκπαίδευσης με ζητήματα ψυχικής υγείας, περιστατικά εκφοβισμού και παρενόχλησης, σωματικής υγείας και λιγότερο εξάρτησης, τα οποία ωστόσο χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Ως προς τα προβλήματα ψυχοκοινωνικής και παιδαγωγικής φύσης, που αντιμετώπιζαν οι μαθητές κατά την περίοδο της τηλεκπαίδευσης, οι εκπαιδευτικοί που πήραν μέρος στην έρευνα απάντησαν:
- Προβλήματα συγκέντρωσης: 85,8%
- Προβλήματα αυτοελέγχου: 50,8%
- Προβλήματα οργάνωσης και διάκρισης προσωπικού και σχολικού χρόνου: 62,6%
- Κόπωση: 73%
- Προβλήματα άγχους: 42,6%
- Προβλήματα στη χρήση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας: 61,6%
- Κανένα πρόβλημα: 0,2%
- Άλλο: 4,0%.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα, κατά 90,8%, οι εκπαιδευτικοί απάντησαν ότι η τηλεκπαίδευση δεν είναι ισότιμη με τη δια ζώσης διδασκαλία. Ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της τηλεκπαίδευσης επισημαίνεται η έλλειψη ουσιαστικής αλληλεπίδρασης εκπαιδευτικών-μαθητών και των μαθητών/τριών μεταξύ τους, η διάσπαση της προσοχής των μαθητών/τριών, η αδυναμία εντοπισμού εκ μέρους του εκπαιδευτικού της ελλειμματικής προσοχής αλλά και του βαθμού πρόσληψης του διδακτικού αντικειμένου από τις αντιδράσεις των μαθητών/τριών, η διατάραξη εν ολίγοις του παιδαγωγικού κλίματος που καθιστά πιο ελκυστικό τον χαρακτήρα της μάθησης.
Ένα άλλο σημαντικό εύρημα έχει να κάνει με τις ανισότητες. Οι εκπαιδευτικοί που πήραν μέρος στην έρευνα θεωρούν κατά 91, 6% ότι η τηλεκπαίδευση οξύνει τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες και ιδιαίτερα ανάμεσα στις ευάλωτες μαθητικές ομάδες (82,9%). Επιπλέον, το 81,6% θεωρεί ότι δημιουργεί νέες μορφωτικές ανισότητες.
Τέλος, στα ευρήματα της μελέτης επισημαίνονται περιορισμοί στη δυνατότητα συμμετοχής στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς αν κάποιος μαθητής/τρια δεν διαθέτει τον προαπαιτούμενο εξοπλισμό και υποδομές δικτύου υποχρεούται να βιώσει τον πλήρη αποκλεισμό από αυτήν, συναρτώντας εντέλει τη συμμετοχή στην εκπαίδευση με το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των οικογενειών. Μια δεύτερη κατηγορία περιορισμών αφορά στην ποιότητα της πρόσβασης στην εκπαίδευση, η οποία βρίσκεται σε συνάρτηση με το μέσο (ηλεκτρονικό υπολογιστή, tablet, κινητό ή σταθερό τηλέφωνο) που διαθέτει το κάθε παιδί, τις συνθήκες που επικρατούν στο οικογενειακό περιβάλλον.
(Πηγές: New York Times, ECDC, ΚΕΜΕΤΕ ΟΛΜΕ)
Σχετικές ειδήσεις
Trending
.jpg?t=b9EXsM09SAoyHVu-H1bvsQ)
Σχόλια