«Βόμβα» Ερντογάν: Η Τουρκία δίνει στη δημοσιότητα τα απόρρητα κείμενα της Συνθήκης της Λωζάννης
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν | Συνθήκη της Λωζάννης: Στα άκρα η προεκλογική προπαγάνδα του «σουλτάνου»: «Ο Κεμάλ Ατατούρκ ηττήθηκε - Η Συνθήκη του 1923 δεν είναι πλέον νίκη για την Τουρκία» – Σε αμόκ τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ της γείτονος – Ο Τούρκος πρόεδρος επιχειρεί να… ξαναγράψει την Ιστορία, όπως θέλει!
Όσο πλησιάζουν οι εκλογές στην Τουρκία, τόσο το καθεστώς Ερντογάν δείχνει να επιδίδεται σε μια λυσσαλέα τακτική προπαγάνδας και δημιουργίας εντυπώσεων, με «όχημα» τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ της γείτονος. Αυτή τη φορά, ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται πως ξαναθυμήθηκε το αγαπημένο του θέμα «τριβής» με την Ελλάδα, που δεν είναι άλλο από τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923). Στο πλαίσιο αυτό, έδωσε εντολή στον υπουργό Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, να δοθούν στη δημοσιότητα όλα τα απόρρητα έγγραφα που αφορούν στη συγκεκριμένη συνθήκη, «για να μάθει ο τουρκικός λαός την αλήθεια».
Αυτές τις πληροφορίες επικαλείται, η φιλοκυβερνητική εφημερίδα «Yeni Safak», επικαλούμενη πηγές του τουρκικού ΥΠΕΞ και υποστηρίζει πως η Άγκυρα συγκεντρώνει, μέσω της Γαλλίας, όλα τα διαβαθμισμένα έγγραφα που αφορούν στης Συνθήκη της Λωζάννης.
Μάλιστα, τόσο η «Yeni Safak», όσο και άλλα τουρκικά ΜΜΕ, αναδημοσιεύουν με πηχυαίους τίτλους τη συγκεκριμένη είδηση και δεν διστάζουν να κάνουν λόγο για «ήττα του Κεμάλ Ατατούρκ το 1923», αλλά κι ότι «σήμερα η Συνθήκη της Λωζάννης δεν συνιστά πλέον νίκη για την Τουρκία».
Στο ίδιο μήκος κύματος και το πρωτοσέλιδο της τουρκικής «Yeni Akit».
Οι κινήσεις αυτές του «σουλτάνου» δεν θα πρέπει να παραξενεύουν κανένα: Ο Ερντογάν, για λόγους καθαρά εσωτερικής κατανάλωσης, βάζει ψηλά στην προεκλογική ατζέντα του τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στοχεύοντας σε δύο κύρια ζητήματα:
- Πρώτον, να παρουσιάσει εαυτόν ως το μόνο εγγυητή για την ανασύνταξη της «Μεγάλης Τουρκίας», ζητώντας να αποκατασταθούν οι «αδικίες» που προέκυψαν για τη χώρα του, στον απόηχο της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης.
- Δεύτερον, να υποσκελίσει τη δυναμική που φαίνεται να αναπτύσσουν το τελευταίο διάστημα ο υποψήφιος του κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), Μουχαρέμ Ιντζέ, αλλά και η ακροδεξιά Μεράλ Ακσενέρ (Iyi Parti - «Καλό Κόμμα».
Ο Ερντογάν επιθυμεί, με απλά λόγια, να δείξει πως μόνον οι Ισλαμιστές του μπορούν να επαναφέρουν την Τουρκία στη θέση που της αρμόζει. Υπό το πρίσμα αυτό, ο «σουλτάνος» δεν διστάζει να βάλει τα ιστορικά γεγονότα στον «παραμορφωτικό καθρέφτη» των συμφερόντων του.
Ο σκοπός του Τούρκου προέδρου είναι προφανής: Θέλει πάση θυσία να ξαναγράψει την Ιστορία κατά το δοκούν, για να πείσει το εκλογικό σώμα ότι η ψήφος προς το πρόσωπό του αποτελεί μονόδρομο για μια «ευημερούσα και ισχυρή Τουρκία».
Το παιχνίδι του Ερντογάν είναι παλιό και καλά στημένο…
Η εμμονή του Ερντογάν με τη Συνθήκη της Λωζάννης δεν αποτελεί πρωτόγνωρο φαινόμενο.
Στις 29/09/2016, ο «σουλτάνος» είχε εγείρει, για πρώτη φορά, ζήτημα για την αναθεώρηση της ιστορικής Συνθήκης, η οποία έκλεισε έναν αιματηρό κύκλο εχθροπραξιών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, στον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922) και της συνακόλουθης ταπεινωτικής - για την Ελλάδα - Ανακωχής των Μουδανιών, βάσει της οποίας η χώρα μας έχανε οριστικά την ανατολική Θράκη.
Μιλώντας σε περιφερειακούς διοικητές της Τουρκίας, είπε χαρακτηριστικά: «Το 1920 μας έδειξαν τη Συνθήκη των Σεβρών για να μας πείσουν το 1923 για τη Συνθήκη της Λωζάννης. Και κάποιοι προσπάθησαν να μας το παρουσιάσουν αυτό ως νίκη. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης δώσαμε στους Έλληνες τα νησιά, που αν φωνάξεις από τις ακτές του Αιγαίου, θα ακουστείς απέναντι. Είναι αυτό νίκη; Όσοι έκατσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη Λωζάννη, δεν εκμεταλλεύτηκαν τη συνθήκη αυτή. Και επειδή αυτοί δεν την εκμεταλλεύτηκαν, δυσκολευόμαστε σήμερα εμείς».
Τι προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάννης (1923)
Όσο κι αν ο Ερντογάν επιχειρεί, πάντως, να παραλλάξει την Ιστορία, η Συνθήκη της Λωζάννης δεν μπορεί ούτε να αναιρεθεί στο βωμό μικροπολιτικών συμφερόντων ούτε καν να αποτελέσει αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια προεκλογικά «καπρίτσια».
Κι επειδή, όλοι οφείλουμε να γνωρίζουμε την Ιστορία, καλό θα ήταν να ξέρουμε τα σημαντικότερα σημεία της Συνθήκης αυτής, που αφορά την Ελλάδα άμεσα.
Η συμφωνία που υπογράφηκε στην ομώνυμη ελβετική πόλη, κατήργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών.
Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.
Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι (άλλοι κάνουν λόγο για περίπου 2.000.000), χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος Η θρησκεία και όχι η εθνικότητα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στην διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιλαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, με όλα τα δεινά που η Συνθήκη αυτή συσσώρευσε στον Μικρασιατικό Ελληνισμό, η Τουρκία απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου.