Κατακόρυφη αύξηση των δηλητηριασμένων δολωμάτων
Κατακόρυφα έχουν αυξηθεί τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια οι δηλητηριάσεις ζώων και πουλιών.
Τα περισσότερα περιστατικά καταγράφονται σε αγροτικές και κτηνοτροφικές περιοχές της Βορείου Ελλάδας και της Ηπείρου, ενώ η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων (φόλες) αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες μη-φυσικού θανάτου πολλών προστατευόμενων ειδών της πανίδας, εγκυμονώντας, ταυτόχρονα, τεράστιους κινδύνους για τη δημόσια υγεία.
«Η χρήση των δηλητηριασμένων δολωμάτων ως μέσο ελέγχου και θανάτωσης της πανίδας είναι ιδιαίτερα εύκολη και «αποτελεσματική», καθώς έχει χαμηλό κόστος, δεν απαιτεί εξειδικευμένο εξοπλισμό, ιδιαίτερη οργάνωση και σχεδιασμό, είναι αθόρυβη και επομένως παραμένει εύκολα ανώνυμη», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μαλάμω Κορμπέτη, υπεύθυνη Θεμάτων Πολιτικής Περιβάλλοντος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας.
Ομάδες κτηνοτρόφων και γεωργών, ως επί το πλείστον, με φυτοφάρμακα και παρόμοια σκευάσματα, τοποθετούν τα δηλητηριασμένα δολώματα, για να «προστατέψουν» τα κοπάδια και τα κτήματά τους από επιθέσεις άγριων ζώων (τσακάλια, αρκούδες, λύκοι, ασβοί). Έχουν παρατηρηθεί και περιστατικά δηλητηρίασης λόγω αντιδικίας γειτόνων. Επίσης συχνό είναι το φαινόμενο, εξαιτίας του ανταγωνισμού κυνηγών-κτηνοτρόφων, οι μεν να βάζουν φόλες για τα τσοπανόσκυλα και οι δε για τα κυνηγόσκυλα. Πολλές φορές μελισσοκόμοι που δεν έχουν περιφράξει τα μελίσσια τους, τοποθετούν φόλες για τις αρκούδες. Τέλος, δεν είναι ασυνήθιστο το φαινόμενο, υπάλληλοι της τοπικής αυτοδιοίκησης να βάζουν δηλητήρια για τα αδέσποτα ζώα, σύμφωνα με την κ. Κορμπέτη.
Χαρακτηριστική περίπτωση της επικίνδυνης κατάστασης από την ανεξέλεγκτη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων αποτελεί ο θάνατος δυο ασπροπάρηδων τον περασμένο Απρίλιο στην Αμφίπολη του νομού Σερρών. Το ένα από τα δυο πουλιά είχε σωθεί πέρσι από δηλητηρίαση, χάρη στην έγκαιρη επέμβαση ενός κτηνοτρόφου. Ξεχειμώνιασε στην Αφρική, και περνώντας από τις εμπόλεμες ζώνες της Συρίας και της Παλαιστίνης έφθασε στην Ελλάδα, όπου τη δεύτερη ημέρα πέθανε από δηλητηρίαση. Μαζί του βρέθηκε και ένας άλλος νεκρός ασπροπάρης, πιθανόν το ταίρι του. «Μέχρι και πριν από δέκα χρόνια στην Ελλάδα υπήρχαν δεκάδες ασπροπάρηδες, ιδιαίτερα στα Μετέωρα. Σήμερα βρίσκονται υπό εξαφάνιση με λιγότερα από 15 ζευγάρια», αναφέρει η Ρούλα Τρίγκου, συντονίστρια Ενημέρωσης-Ευαισθητοποίησης Δράσεων Διατήρησης της Ορνιθολογικής Εταιρείας.
Επίσης, πέρσι εξαφανίστηκε η μεγαλύτερη αποικία όρνιων στην ηπειρωτική Ελλάδα, ύστερα από μαζική δηλητηρίαση στα Στενά του Νέστου. Τα αρπακτικά πουλιά φωλιάζουν και τρέφονται κυρίως σε ημιορεινές περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου και εκεί βρίσκονται και τα περισσότερα θύματα.
«Παλιά, το δασαρχείο χρησιμοποιούσε ελεγχόμενη δηλητηρίαση. Τοποθετούσε το πρωί φόλες για τις αλεπούδες και το σούρουπο τις μάζευε. Αυτή η πρακτική απαγορεύτηκε το 1993. Από τότε παρατηρήθηκε αύξηση των δηλητηριάσεων από τους ίδιους τους πολίτες», υποστηρίζει η κ. Κορμπέτη.
Σε πολλές χώρες της Ευρώπης, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, στην Ουγγαρία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία οι δηλητηριάσεις είναι συχνό φαινόμενο, υπογραμμίζει η κ. Τρίγκου. Στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία έχουν εκπαιδεύσει σκυλιά που ανιχνεύουν τις φόλες, όπως επίσης έχουν συγκροτηθεί ομάδες περιπολιών, κρατικές και από μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Στην Ελλάδα υλοποιούνται σήμερα δύο ευρωπαϊκά προγράμματα: το πρόγραμμα LIFE-Φύση «Επείγοντα μέτρα για την εξασφάλιση της επιβίωσης του Ασπροπάρη» και το πρόγραμμα LIFE+ Βιοποικιλότητα «Καινοτόμες Δράσεις για την Αντιμετώπιση της Παράνομης Χρήσης Δηλητηριασμένων Δολωμάτων σε Μεσογειακές Πιλοτικές Περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Επίσης, στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE+ Περιβαλλοντολογική Πολιτική και Διακυβέρνηση, τα υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής υλοποιούν το «EcoPest» για την ορθολογική χρήση γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων, έργο που έμμεσα θα επηρεάσει τη χρήση δηλητηρίων στην ύπαιθρο.
Παρ' όλες τις παραπάνω προσπάθειες, στοιχεία των περιβαλλοντικών οργανώσεων δείχνουν ότι πάνω από 500 περιστατικά έχουν λάβει χώρα στην ελληνική επικράτεια για την περίοδο 2000-2012, παρατηρεί η κ. Κορμπέτη. Ωστόσο, εκτιμά ότι τα περιστατικά είναι πολύ περισσότερα, καθώς η παράνομη χρήση δολωμάτων γίνεται κρυφά, καταγγέλλεται σπάνια ακόμα και από παθόντες, ενώ δεν υπάρχει οργανωμένος και εγκεκριμένος τρόπος καταγραφής των περιστατικών, ούτε και ορισμένο πρωτόκολλο κτηνιατρικών και τοξικολογικών εξετάσεων για τον χειρισμό ενός τέτοιου περιστατικού, όπως συνηθίζεται σε άλλες χώρες.