Γερμανία: Οι εκλογές, το φαβορί και ο γρίφος του προϋπολογισμού
Οι εκλογές στη Γερμανία θα διεξαχθούν στις 23 Φεβρουαρίου και η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), η οποία προηγείται στις δημοσκοπήσεις, θα υποσχεθεί να βγάλει τη γερμανική οικονομία από το τέλμα
O Φρίντριχ Μερτς, ο επικεφαλής της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης που με βάση τις δημοσκοπήσεις θα είναι ο επόμενος Καγκελάριος, δέχεται επιθέσεις από αντιπάλους και οικονομολόγους ενόψει της παρουσίασης του προγράμματος του κόμματός του σχετικά με το πώς σχεδιάζει να πληρώσει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ για τις προγραμματισμένες φορολογικές περικοπές, διατηρώντας παράλληλα αυστηρά όρια δανεισμού.
Οι εκλογές στη Γερμανία θα διεξαχθούν στις 23 Φεβρουαρίου και η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), η οποία προηγείται στις δημοσκοπήσεις, θα υποσχεθεί να βγάλει τη γερμανική οικονομία από το τέλμα, καθώς ξεκινά την εκστρατεία για τις πρόωρες εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου.
Όμως οι αντίπαλοί του από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του καγκελάριου Όλαφ Σολτς και το κόμμα των Πρασίνων, καθώς και επιφανείς οικονομολόγοι, έχουν αμφισβητήσει τα σχέδιά του να μειώσει τον φόρο εισοδήματος, να μειώσει τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και να μειώσει τον φόρο εταιρειών, διατηρώντας παράλληλα το «φρένο χρέους» που θέτει αυστηρά όρια στον κρατικό δανεισμό.
«Είναι σαφές ότι το CDU αντιμετωπίζει ένα δίλημμα το οποίο δεν έχει επιλύσει», δήλωσε ο Marcel Fratzscher, επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, ο οποίος δήλωσε ότι οι προτεινόμενες φορολογικές μειώσεις θα κοστίσουν 99 δισ. ευρώ ετησίως, περισσότερο από το ένα πέμπτο του ετήσιου ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, ο οποίος εκτιμάται σε 481 δισ. ευρώ για το 2025. Οι νέες πηγές εσόδων θα απέφεραν περίπου 25 δισ. ευρώ, δήλωσε ο Fratzscher.
«Δεν μπορείτε να αποκλείσετε αυξήσεις φόρων, να υποσχεθείτε ταυτόχρονα ότι δεν θα έχετε νέο χρέος και στη συνέχεια να υποσχεθείτε φορολογικές περικοπές της τάξης του 2% του ΑΕΠ σε καθαρούς όρους», δήλωσε. «Αυτό είναι απλώς μια αντίφαση στους όρους», προσέθεσε
Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ, υποψήφιος καγκελάριος των Πρασίνων, δήλωσε ότι τα σχέδια είναι «μη χρηματοδοτούμενα» και σημείωσε ότι μια κυβέρνηση με επικεφαλής τον Μερτς θα ήταν μια κυβέρνηση με «μη υγιή οικονομικά».
Ο συμπρόεδρος του SPD Lars Klingbeil ανέφερε ότι είτε η Ένωση «δεν είχε κάνει σοβαρούς υπολογισμούς» είτε είχε έναν «μυστικό κατάλογο περικοπών» που θα επηρέαζε τις συντάξεις, το σύστημα υγείας και το κράτος πρόνοιας.
Ο Mερτς, πρώην επιχειρηματίας και πρώην πρόεδρος της BlackRock Γερμανίας, αντέδρασε στην κριτική, υποστηρίζοντας ότι η ενίσχυση της αύξησης του ΑΕΠ σε ετήσιο ρυθμό μόλις 1% -ένα επίπεδο που περιέγραψε ως «το κατώτερο όριο αυτού που πρέπει να επιτύχουμε» θα απέφερε δεκάδες δισεκατομμύρια περισσότερα κρατικά έσοδα κάθε χρόνο.
Είπε επίσης ότι ένα σχέδιο για την κατάργηση του Bürgergeld, ενός συστήματος πληρωμών κοινωνικής πρόνοιας για τους φτωχούς, και την αντικατάστασή του με ένα νέο μοντέλο σχεδιασμένο να δίνει κίνητρα για εργασία, θα εξοικονομούσε επίσης δεκάδες δισεκατομμύρια.
«Θα αλλάξουμε ταχύτητα και θα στραφούμε στην ανάπτυξη και την απασχόληση», δήλωσε στο κρατικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ARD. «Τότε τα πράγματα θα αρχίσουν να δείχνουν και πάλι προς τα πάνω σε αυτή την οικονομία. Και τότε και οι υπολογισμοί θα εξελιχθούν εντελώς διαφορετικά», επεσήμανε.
Η οικονομία της Γερμανίας έχει αναπτυχθεί ελάχιστα από πριν από την πανδημία, με την Bundesbank να δηλώνει την περασμένη εβδομάδα ότι αναμένει ανάπτυξη μόλις 0,1% το 2025.
Ο Guntram Wolff, ανώτερος συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης Bruegel και καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, δήλωσε ότι οι υψηλότερες ανάγκες της Γερμανίας σε αμυντικές δαπάνες καθιστούν ιδιαίτερα αμφισβητήσιμους τους υπολογισμούς του Mερτς. Παράλληλα υποστήριξε πως μια πιθανή πίεση από το ΝΑΤΟ προς τη Γερμανία να δαπανήσει το 3% του ΑΕΠ για την άμυνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Ντόναλντ Τραμπ, αυξήσει το λογαριασμό του προϋπολογισμού κατά 60-70 δισ. ευρώ.
Και ο Wolff πρόσθεσε: «Είτε θα πρέπει να αυξήσουν τους φόρους είτε να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία στο φρένο του χρέους».