Γλυπτά του Παρθενώνα: Ποιος πληρώνει... το Μάρμαρο
Το Βρετανικό Μουσείο, παρότι θεσμικά ανεξάρτητο, ακούει ευλαβικά και διαχρονικά τα όσα του ψιθυρίζει επ’ αυτού στο αυτί η εκάστοτε Downing Street. Εννοείται ότι το θέμα έχει κατ’ επανάληψη εργαλειοποιηθεί εδώ και δεκαετίες από όλες, ουσιαστικά, τις κυβερνήσεις ανεξαρτήτως πολιτικού προσήμου. Ήταν το βολικό άλλοθι, για να στέλνεται η μπάλα στην εξέδρα.
Οι αγγλοσάξωνες -να το αναγνωρίσουμε αυτό- χαρακτηρίζονται από προσήλωση στους θεσμούς. Ωστόσο, ο σημερινός πρόεδρος του Μουσείου, Τζορτζ Όσμπορν, πρώην υπουργός Οικονομικών, αφ’ ενός έχει διορισθεί στη συγκεκριμένη θέση, αφ’ ετέρου αντιλαμβάνεται ότι η θέση αυτή έχει και πολιτική διάσταση που σημαίνει ότι στις αποφάσεις του παίρνει υπόψιν και την έννοια του εθνικού συμφέροντος της χώρας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα, ο κ. Όσμπορν ήταν ένθερμος υποστηρικτής της υπό διαμόρφωση συμφωνίας.
Για ποια συμφωνία μιλάμε, από τη στιγμή μάλιστα που το Μουσείο τιτλοφορεί το ζήτημα που μας καίει ως «Σύμπραξη για τον Παρθενώνα»; Προφανώς μιλάμε για μια «καινοτόμο» -ας την πούμε έτσι- σύμβαση δανείου. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η ζωφόρος επιστρέφει στο Μουσείο της Ακρόπολης, χωρίς το Λονδίνο να απεμπολεί την κτήση της και χωρίς η Αθήνα να εγκαταλείπει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα επανάκτησής της.
Για να φτάσει η υπόθεση στο δια ταύτα, ήταν αναγκαίο να υπάρξει σαφής «φραγμός», γιατί η Βρετανία έχει -πλην ημών- «ξεπουπουλιάσει» τις πρώην βρετανικές κτήσεις, αφαιρώντας τους σημαντικά έργα τις πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Δεν ήταν επαρκές, φαίνεται, το επιχείρημα ότι στη δική μας περίπτωση δεν πρόκειται για αυτοτελές έργο αλλά για τμήμα μνημείου. Έπρεπε επιπρόσθετα να διασφαλιστεί ότι δεν δημιουργείται νομικό έρεισμα, για… να ανοίξουν ευρύτερα οι ορέξεις.
Ας έρθουμε, όμως, στα τελευταία: Σημασία έχει ότι έγινε παζάρι και το deal ήταν σχεδόν ώριμο. Μεσολάβησαν πολλοί και πολλά: η επίσημη διπλωματική οδός, οι άτυπες συζητήσεις ανάμεσα σε προσωπικότητες που ανήκουν στη βρετανική και ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα. Σε πλήρη συντονισμό αλλά ενίοτε χωρίς συντονισμό. Απλώς κάποια στιγμή, όλα κατέληξαν στην ίδια κοίτη. Κορυφαίο ρόλο έπαιξε στέλεχος των Βρετανών Συντηρητικών στη Βουλή των Λόρδων, που προχώρησε περαιτέρω τη ζύμωση για τη «συμφωνία δανεισμού» στο βρετανικό τεραίν, με τελευταία κίνηση στη σκακιέρα τη σύμπλευση του κ. Όσμπορν.
Όλα, λοιπόν, ήταν συμφωνημένα έως την τελευταία πράξη. Δηλαδή να συζητηθεί το θέμα σε επίπεδο κορυφής (Μητσοτάκη – Σούνακ) και ουσιαστικά να δώσουν τα χέρια χωρίς περαιτέρω κορώνες, χωρίς καν την παραμικρή δημόσια αναφορά στα… τετελεσμένα. Σημειώνω ότι όσα προαναφέρω, έχουν συζητηθεί διεξοδικά ανάμεσα στα υπουργεία Εξωτερικών των δύο χωρών, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της επίσημης επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στο Λονδίνο.
Τον περασμένο Ιανουάριο, ο πρωθυπουργός δήλωσε δημόσια ότι η συμφωνία για την επιστροφή (;) των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι στα σκαριά. Όταν το είπε, γνώριζε πλήρως το πλαίσιο της συμφωνίας και έκτοτε δεν άλλαξε κάτι, τουλάχιστον από βρετανικής πλευράς.
Κάνω, λοιπόν, μια τολμηρή σκέψη: Η ελληνική πλευρά ήθελε να «ρεφάρει» την επικοινωνιακή εικόνα της υπόθεσης με τις δηλώσεις περί «κλοπιμαίων» στο BBC ή επαναξιολόγησε την υπόθεση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί «μειωτικού» για εμάς deal. Ούτως ή άλλως, πάντως δημιουργήθηκε πολιτικό αγκάθι στις διμερείς μας σχέσεις.
Συμπέρασμα: Ο Ρίσι Σούνακ «πήρε τον μουτζούρη», τον βρίζουν οι πάντες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επαινέθηκε για τη στάση του. Η κοινή γνώμη της Βρετανίας είναι με το μέρος μας. Με τα γλυπτά, τι γίνεται;