Αμερικανικές εκλογές 2024: Η Αμερική, ο κόσμος και εμείς
Οι αμερικανικές εκλογές ήταν «ντέρμπι» παγκόσμιας εμβέλειας που κατέληξε στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ.
Το μόνο που είχε προεξοφληθεί ήταν ότι -ανεξαρτήτως αποτελέσματος- θα επικυρωθούν οι φόβοι για διχασμό της χώρας, που κινείται εδώ και καιρό στον αστερισμό της αγεφύρωτης εμφύλιας σύγκρουσης. Όποιος και να παραλάμβανε τη σκυτάλη, θα καλείτο να κάνει τα «κουμάντα» του με δεδομένο ότι θα ηγείτο μιας κοινωνίας, όπου οι μισοί πολίτες απεχθάνονται τους άλλους μισούς. Την κατάσταση περιέπλεξαν επιπρόσθετα και οι συνθήκες μέσα στις οποίες διεξήχθη η προεκλογική εκστρατεία: ηθελημένη ακρότητα, δύο δολοφονικές απόπειρες κατά του εκλεγέντος προέδρου, ο οποίος παράλληλα γνώριζε ότι για εκείνον η μάχη οριζόταν από τη ρήση «ή ταν ή επί τας», μία απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που πυροδότησε την αντιπαράθεση, και φυσικά η αλλαγή υποψηφίου των Δημοκρατικών ουσιαστικά στο «παρά πέντε». Πάντως, ο κίνδυνος διχασμού δεν δημιουργήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα μιας σταδιακής αλλαγής δημογραφικών και οικονομικών συνθηκών που οδήγησαν στην περιθωριοποίηση μιας μεγάλης μερίδας πολιτών και εξ αυτών στην αμφισβήτηση της δυνατότητας-επιθυμίας της κεντρικής κυβέρνησης να ανταποκριθεί στα προβλήματα-ανάγκες της κοινωνίας. Γι΄αυτό και είναι μεγάλο το στοίχημα της γεφύρωσης του χάσματος, έστω και αν σε μια πρώτη ματιά, κάτι τέτοιο μοιάζει περίπου ανέφικτο.
Ασφαλώς οι αμερικανικές εκλογές δεν συνιστούν μόνο εκλογή νέου προέδρου, αφού συνδέονται ευθέως με διεθνείς εξελίξεις σε όλα τα επίπεδα άρα επηρεάζουν την τύχη της παγκόσμιας κοινότητας. Οι ΗΠΑ έστω και με λιγότερο εμφατικό τρόπο εξακολουθούν να βάζουν τη σφραγίδα τους επί παντός επιστητού. Έχει σημασία, λοιπόν, το πώς θα κινηθεί η αμερικανική οικονομία, που παραμένει ο υπ' αριθμόν ένα παγκόσμιος πυλώνας. Όπως επίσης έχει σημασία το πώς θα κινηθούν οι σχέσεις Ουάσινγκτον - Βρυξελλών, ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που υπάρχει εξάρτηση της ευρωπαϊκής άμυνας από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχει επίσης σημασία το ποιο θα είναι το στίγμα-δόγμα (;) της νέας αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και κυρίως τι θα γίνει με τα ανοικτά πολεμικά μέτωπα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει δείξει τη διάθεση να βάλει άμεσα τέλος σ' ένα αδιέξοδο (Ρωσία - Ουκρανία), με μάλλον προεξοφλημένο αποτέλεσμα. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν θα το πράξει. Γνωρίζουμε όμως ότι ο νέος πρόεδρος στη διάρκεια της προηγούμενης θητείας του δεν κήρυξε ούτε ένα νέο πόλεμο, όπως γνωρίζουμε ότι -σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες- αυτό προκάλεσε την οργή ενός τμήματος του οικονομικού κατεστημένου της χώρας του, και πάντως σίγουρα περιόρισε σημαντικά τα κέρδη της αμυντικής βιομηχανίας.
Με την εύλεκτη κατάσταση στη Μέση Ανατολή, τα πράγματα είναι πολύ πιο περιπλοκα με δεδομένη την πληρη στήριξη Τραμπ στο Ισραήλ αλλά και τη στοχοποίηση από πλευράς Ουάσινγκτον του Ιράν. Και σ' αυτό ακριβώς το σημείο μπαίνει στο κάδρο ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος έχει καταστήσει θανάσιμο εχθρό του το Ισραήλ με αφορμή τη Γάζα. Επιπλέον, δεν μπορεί να ποντάρει στο ενδεχόμενο αποδέσμευσης των Αμερικανών από τη Συρία, αντιθέτως οι σύμβουλοί του ενστερνίζονται το σενάριο του δυτικού σχεδίου που προβλέπει τη δημιουργία κουρδικής κρατικής οντότητας για να αντιπροπηθεί δι΄αυτού του τρόπου η ισχυρή επιρροή της Τεχεράνης στην ευρύτερη περιοχή. Ίσως το μόνο στο οποίο θα μπορούσε να προσβλέπει ο πρόεδρος της Τουρκίας, είναι το ξεπάγωμα της αγοράς των F-35 υπό την έννοια ότι συνιστά έναν τρόπο να «ρεφάρει» εν μέρει η αμυντική βιομηχανία σε περίπτωση τερματισμού του ρωσο-ουκρανικού πολέμου.
Ας έλθουμε, όμως, και στα καθ' ημάς. Η ελληνική πλευρά έως και πρόσφατα είχε αναπτύξει προνομιακές σχέσεις με τους Δημοκρατικούς και μόνο το τελευταίο διάστημα έστρεψε την προσοχή της στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικανών. Ας ελπίσουμε ότι ποτέ δεν είναι αργά, με βάση άλλωστε και την προϊστορία. Κατά την προηγούμενη θητεία του, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αναπτύξει σχέσεις καλής συνεννόησης με τον (τότε πρωθυπουργό) Αλέξη Τσίπρα, ενώ συναντήθηκε στο Λευκό Οίκο και με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Σίγουρα παίζει ρόλο ο βαθμός διασύνδεσης Τραμπ-Ερντογάν, γιατί ναι μεν είναι προφανής η μεταξύ τους χημεία, αλλά δεν είναι και απολύτως προφανές ότι συμπίπτουν πάντα τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα.
Εμάς, πάντως, μας ενδιαφέρει κυρίως η στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στα προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Προβλήματα που στην παρούσα φάση προσεγγίζονται σε επίπεδο διμερούς διαπραγμάτευσης, κάτι το οποίο προκαλεί στο εσωτερικό της χώρας μας προβληματισμούς και ανησυχίες. Κλείνοντας, θα αναφερθώ ενδεικτικά σε μια σχετική παρατήρηση που έκανε ο Κώστας Καραμανλής μιλώντας πρόσφατα σε εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν η Προεδρία της Δημοκρατίας και η Βουλή. Είπε, λοιπόν, ο πρώην πρωθυπουργός: «Οι προβληματισμοί και οι ανησυχίες που εκφράζονται για τα εθνικά μας θέματα είναι εύλογες και υπαρκτές. Τους δημιουργεί άλλωστε η επιθετικότητα και ο αυξανόμενος αναθεωρητισμός της Τουρκίας. Η ανάδειξη τους στην ουσία ενισχύει τις πάγιες εθνικές μας θέσεις, ιδίως όταν εκφράζονται από υπεύθυνα χείλη. Είναι λάθος να αντιμετωπίζονται ως επικριτικές, εφόσον μάλιστα η χώρα παραμένει προσηλωμένη στην εθνική γραμμή».