Κύπρος: Η κοιτίδα των κρασιών της Μεσογείου
Η αμπελουργία παραμένει δραστηριότητα στο νησί εδώ και χιλιάδες χρόνια με πιο γνωστή την κουμανταρία και τη ζηβανία - Η Κύπρος έχει περίπου 15 γηγενείς ποικιλίες αλλά καλλιεργούνται ελληνικές και ξένες - Μειώνεται ο κυπριακός αμπελώνας
Από τις πιο σημαντικές περιοχές στον κόσμο κοιτίδα της αμπελουργίας και του κρασιού είναι η Κύπρος, με πιο γνωστό κρασί την κουμανδαρία ή κουμανταρία. Το εν λόγω κρασί φέρεται να είναι από τα πιο παλιά κρασιά στον κόσμο, πιθανόν από το 3.500 π.Χ. και κυριάρχησε στις βασιλικές επαύλεις.
Αμπελώνες έχει όλο το νησί αλλά κυρίως η οροσειρά του Τροόδους, που προσφέρει εξαιρετικά αρώματα και γεύσεις ενώ η σύνδεση με ελληνικές ποικιλίες δείχνει και τον ακατάλυτο δεσμό του νησιού με την Ελλάδα εδώ και αιώνες. Στους αμπελώνες της Κύπρου συναντάμε περίπου δεκαπέντε ποικιλίες, που μπορούν να θεωρηθούν αυτόχθονες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προξενεί το γεγονός ότι στο νησί καλλιεργούνται το αρχαίο Μαραθεύτικο και το Όφθαλμο.
Υπάρχουν όμως και οι ελληνικές και ξένες ποικιλίες Chardonnay, Μοσχάτο Αλεξανδρείας (καλλιεργείται κατεξοχήν στα νησιά του Βορείου Αιγαίου), Palomino, Riesling, Sauvignon Blanc, Semillon, Alicante Bouschet, Cabernet Franc, Cabernet Sauvignon, Cinsaut, Grenache Noir, Mataro και Shirah.
Σύμφωνα με ελληνική διπλωματική έκθεση και στοιχεία του Κλάδου Αμπελουργίας - Οινολογίας, σήμερα, στην Κύπρο λειτουργούν 103 οινοποιεία. Εξ αυτών 56 βρίσκονται στη Λεμεσό, 34 στην Πάφο, 10 στην Λευκωσία και 3 στην Λάρνακα. Η καλλιεργούμενη έκταση οινοποιήσιμων αμπελώνων ανέρχεται στα 76.770 στρέμματα.
Τριάντα πέντε οινοποιεία, όλα μέλη του Συνδέσμου Οινοποιείων Κύπρου, παράγουν σήμερα, για ποσοστό, πέραν του 90% της εγχώριας οινοπαραγωγής. Το υπόλοιπο ανήκει σε μη-μέλη, που εκπροσωπούν, κυρίως, πολύ μικρές μονάδες.
Μείωση του αμπελώνα της Κύπρου
Παρόλα αυτά η ανάπτυξη των τουριστικών και οικιστικών δραστηριοτήτων αλλά και η εγκατάλειψη του αγροτικού επαγγέλματος μειώνει τον αμπελώνα της Κύπρου και κυρίως τις οινοποιήσιμες ποικιλίες.
Από το 2003 μέχρι το 2011, η συνολική έκταση οινοποιήσιμου αμπελώνα μειώθηκε, κατά 73% και έφτασε στα 9058 εκτάρια ενώ αργότερα υπήρξε περαιτέρω μείωση. Η μείωση στις καλλιεργούμενες εκτάσεις συνεχίζεται και για την περίοδο 2009-2017 καθώς οι εκτάσεις έχουν περιοριστεί στα 5.313 εκτάρια ενώ οι εκτάσεις επιτραπέζιων σταφυλιών παρουσιάζουν μια σταθεροποίηση γύρω στα 600 εκτάρια.
Ποιες είναι οι βασικότερες ποικιλίες που καλλιεργούνται;
Οι βασικότερες ποικιλίες, που καλλιεργούνται είναι οι εξής:
Μαύρο: Πρόκειται για την κυρίαρχη ποικιλία αμπελιού στην Κύπρο, η οποία παράγει ερυθρό κρασί, ισορροπημένο, ελαφρώς στυφό με πολλές τανίνες, διακριτικό άρωμα και χρώμα, το οποίο δεν επιδέχεται μακρά παλαίωση. Οι αμπελώνες του Μαύρου καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης του συνόλου παραγωγής του νησιού (79%). Αν και θεωρείται γηγενής ποικιλία της κυπριακής γης, σύμφωνα με τον Δρ. Pierre Galet καλλιεργείται, εξίσου στην Κρήτη και τα Κύθηρα. Το Μαύρο αποτελεί μία από τις δύο ποικιλίες, σε συνδυασμό με το Ξυνιστέρι, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή της Κουμανδαρίας αλλά και της Ζιβανίας.
Ξυνιστέρι: Αποτελεί τη μεγαλύτερη λευκή οινοποιήσιμη ποικιλία σταφυλιού του κυπριακού αμπελώνα. Παράγει εξαιρετικά ανοιχτόχρωμο κρασί, με χαμηλά επίπεδα αλκοόλης και χαμηλή οξύτητα, ειδικότερα όταν εξάγεται από τις περιοχές της Λάονας Ακάμα, του Αμπελίτη, του Βουνιού Παναγιάς και της Πιτσιλιάς, όπως και σε μερικές περιοχές των Κρασοχωριών. Το όνομα της συγκεκριμένης ποικιλίας εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1893 από τον Γάλλο καθηγητή Mouillefert, ο οποίος παρείχε πλήρη περιγραφή του αμπελιού και πληροφορίες για την καλλιέργειά του. Το Ξυνιστέρι, σε συνδυασμό με το Μαύρο, χρησιμοποιείται για την παραγωγή της Κουμανδαρίας, άλλων γλυκών και ξηρών λευκών οίνων καθώς και της Ζηβανίας, η οποία θεωρείται ως το «εθνικό ποτό» της Κύπρου.
Μαραθεύτικο ή Βαμβακάδα: Ερυθρή ποικιλία που απαντάται σε ολόκληρη την έκταση της Κύπρου. Το Μαραθεύτικο καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1893 από τον Mouillefert με το όνομα «Μαραθόφικο». Θεωρείται ποικιλία ανώτερης ποιότητας η οποία προσφέρει πολύ συμπυκνωμένο οίνο, πολύ έντονα χρωματισμένο και με πλούσιο σώμα με ένα ξεχωριστό, ελαφρώς φρουτώδες άρωμα κερασιών και βατόμουρων. Παρόλα αυτά, η εξάπλωσή του είναι δυσκολότερη σε σύγκριση με το Μαύρο.
Λευκάδα: Ελληνική ερυθρή ποικιλία, η οποία καλλιεργείται στην Κύπρο και απαντάται σε μεμονωμένες περιπτώσεις ανάμεσα στους αμπελώνες της Πιτσιλιάς και της Παναγιάς. Μετά την ωρίμανση, η ποικιλία αυτή παράγει αρκετά στυφό καρπό, με έντονο κόκκινο χρώμα και έντονο, χαρακτηριστικό άρωμα, το οποίο όμως εξαφανίζεται εύκολα κατά τη διαδικασία της παλαίωσης.
Πρωμάρα: Λευκή ποικιλία, η οποία παράγει αρωματικό οίνο. Τα δείγματα που συλλέγονται προέρχονται από τους αμπελώνες του Ομόδους και της Κυπερούντας. Η ποικιλία που είναι γνωστή ως Μπαστάρτικο και βρίσκεται στην περιοχή της Παναγίας είναι πανομοιότυπη με αυτήν της Πρωμάρας. Το τσαμπί της ποικιλίας αυτής είναι μεσαίου μεγέθους, κωνικό, και αρκετά συμπαγές και τα σταφύλια της μικρά, ωοειδή και πρασινοκίτρινα.
Σπούρτικο: Λευκή ποικιλία, της οποίας το όνομα προέρχεται από τη χυμώδη φύση των σταφυλιών της, των οποίων το εύθραυστο δέρμα διαχωρίζεται εύκολα. Η ποικιλία αυτή έχει βρεθεί σε αρκετούς αμπελώνες του Ομόδους, της Κυπερούντας και της περιοχής Παναγιάς. Το κρασί που παράγεται από την ποικιλία αυτή χαρακτηρίζεται από ανοιχτό κίτρινο χρώμα με αρώματα λουλουδιών.
Γιαννούδι: Μαύρη ποικιλία με σταφύλια ωοειδή, μεγάλα, με χρώμα μπλε-μαύρο, σαρκώδη και άχρωμο χυμό.
Περισσότερα για τις κυπριακές ποικιλίες αμπέλου μπορεί να εντοπίσει κανείς στον Εθνικό Κατάλογο Ποικιλιών Αμπέλου: https://www.moa.gov.cy/moa/da/da.nsf/All/770018F89A9734D9C225879D003D0DD7/$file/ethnikos_katalogos_ampelou.pdf?OpenElement