FT: Σχέδιο για ενιαία εποπτική αρχή για τις ευρωπαϊκές τράπεζες
Το σχέδιο συμφωνήθηκε σε σύσκεψη που είχαν αυτή την εβδομάδα κορυφαίοι συνεργάτες του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο και του Επιτρόπου για θέματα χρηματοπιστωτικής εποπτείας Μισέλ Μπαρνιέ. Ωστόσο, σημειώνεται ότι αυτό βρίσκεται ακόμη υπό επεξεργασία και θα ανακοινωθεί από τον κ. Μπαρόζο με την ομιλία που θα κάνει για την κατάσταση της ΕΕ στις 12 Σεπτεμβρίου, αναφέρει το ΑΠΜΕ.
Το σχέδιο προβλέπει την αφαίρεση από τις σημερινές εθνικές εποπτικές αρχές σχεδόν όλων των αρμοδιοτήτων για το κλείσιμο ή την αναδιάρθρωση προβληματικών τραπεζών, μεταφέροντάς τις στη Φρανκφούρτη. Η τελική εξουσία προβλέπεται να μεταβιβασθεί σε ένα νέο «εποπτικό συμβούλιο» της ΕΚΤ, το οποίο θα είναι διαφορετικό από το υφιστάμενο διοικητικό συμβούλιό της. Αν και η σύνθεση του νέου συμβουλίου βρίσκεται υπό συζήτηση, το βασικό σχέδιο προβλέπει τη δημιουργία ενός 23μελούς συμβουλίου, στο οποίο θα μετέχουν ένας εκπρόσωπος από κάθε μία χώρα της Ευρωζώνης και έξι ανεξάρτητα μέλη, περιλαμβανομένων του προέδρου και του αντιπροέδρου. Η δημιουργία ενός ξεχωριστού συμβουλίου θεωρείται αναγκαία για να υπάρξει ένα τείχος μεταξύ των νομισματικών δραστηριοτήτων της ΕΚΤ και του νέου εποπτικού της ρόλου. Για να γίνει νόμος, το σχέδιο πρέπει να εγκριθεί και από τους ηγέτες των 27 χωρών της ΕΕ, ενώ εκπρόσωποι της Επιτροπής ελπίζουν ότι θα υπάρξει η σχετική τους συμφωνία πριν.
Η ενιαία εποπτική αρχή για τις τράπεζες θα αποτελούσε την πιο σημαντική αλλαγή στη χρηματοπιστωτική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης από τότε που ιδρύθηκε, δίνοντας στην ΕΕ την ομοσπονδιακή εξουσία που δεν είχε ως σήμερα για να αντιμετωπίσει αποφασιστικά την κρίση. Αποτελεί επίσης βασική απαίτηση του Βερολίνου, σε αντάλλαγμα για τη δυνατότητα του ευρωπαϊκού ταμείου διάσωσης (ΕΜΣ) να διασώζει απευθείας τις προβληματικές τράπεζες, χορηγώντας τα χρήματα για την ανακεφαλαιοποίησή τους και απαλλάσσοντας τις χώρες από την υποχρέωση να αυξάνουν το δημόσιο χρέος τους για το σκοπό αυτό.
Η γερμανική κυβέρνηση, ωστόσο, έχει αντιτεθεί στη συγκέντρωση όλων των εποπτικών αρμοδιοτήτων στην ΕΚΤ, υποστηρίζοντας ότι η Φρανκφούρτη θα έπρεπε να ασχολείται μόνο με τις 20-25 μεγαλύτερες τράπεζες, ενώ οι εθνικές εποπτικές αρχές θα διατηρούνται ως ανεξάρτητοι και συντονιστικοί οργανισμοί με αρμοδιότητες για τις μικρότερες τράπεζες. Σε άρθρο του που δημοσιεύουν σήμερα οι Financial Times ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υποστηρίζει ότι αποτελεί «κοινή λογική» το να δοθεί εξουσία στην ΕΚΤ μόνο για τις μεγάλες τράπεζες, καθώς θα ήταν αδύνατο να μπορεί αυτή να επιβλέπει όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αντίστοιχη θέση έχουν λάβει και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ σε διαβουλεύσεις τους με τις Βρυξέλλες, δήλωσαν στελέχη της ΕΕ, αν και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι είναι πιο κοντά στην άποψη τη Επιτροπής.
Οι αντιρρήσεις της Γερμανίας προκύπτουν επίσης από την επιθυμία της να διατηρήσει υπό εθνικό έλεγχο στις μικρότερες περιφερειακές τράπεζές της. Παρά την αντίδραση, ο κ. Μπαρόζο αποφάσισε να υιοθετήσει την πιο φιλόδοξη πρόταση που υποστηρίζεται από τη γενική διεύθυνση της Κομισιόν για την εσωτερική αγορά, η οποία υποστήριξε ότι μία πιο περιορισμένη προσέγγιση θα απογοήτευε τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της ΕΕ σημείωσαν επίσης ότι οι σημερινές τραπεζικές κρίσεις στην Ισπανία και την Ιρλανδία προκλήθηκαν από μη συστημικά σημαντικές τράπεζες, όπως από τα μικρά ταμιευτήρια της Ισπανίας (cajas).
Στο άρθρο του στους Financial Times, ο κ. Σόιμπλε σημείωσε ότι η νέα ευρωπαϊκή εποπτική αρχή των τραπεζών θα πρέπει να έχει τον αναγκαίο βαθμό λογοδοσίας προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, χωρίς να υπάρχει πρόσθετος κίνδυνος όσον αφορά την ανεξαρτησία της ΕΚΤ σε θέματα νομισματικής πολιτικής. Όσον αφορά τους κανόνες της εποπτείας που θα εφαρμόζει η νέα αρχή, ο κ. Σόιμπλε είπε ότι η σχετική βίβλος είναι πολύ πιο προχωρημένη, αλλά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Οι κεντρικές γραμμές της Βίβλου --η μεταφορά των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ στην ευρωπαϊκή νομοθεσία-- βρίσκεται ακόμη υπό διαπραγμάτευση μεταξύ των χωρών - μελών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.