Αύξηση της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης κατά 50% έως το 2030
Αύξηση σχεδόν 3% κατά μέσο όρο τον χρόνο αναμένεται να παρουσιάσει η παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση κατά τη διάρκεια της τρέχουσας αλλά και της επόμενης δεκαετίας. Η άνοδος αυτή θα οδηγήσει σε αύξηση έως το 2030 της συνολικής ενεργειακής ζήτησης κατά περισσότερο από 50% σε σχέση με τα τωρινά της επίπεδα.
Εάν νέες ενεργειακές μονάδες προστεθούν όπως προβλέπεται, οι εκπομπές CO2 είναι πιθανό να αυξηθούν κατά 25% ή 3.500 μεγατόνους. Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν από έρευνα της Siemens σε συνεργασία με τον καθηγητή Horst Wildemann του Πολυτεχνείου του Μονάχου.
«Εάν οι μονάδες καύσης άνθρακα αντικαθίσταντο σε ευρεία κλίμακα από ενεργειακές μονάδες φυσικού αερίου έως το 2030, οι εκπομπές CO2 του ενεργειακού τομέα θα μειώνονταν έως και 5% σε σχέση με τα σημερινά τους επίπεδα», ανέφερε σχετικά ο καθηγητής Wildemann. «Φυσικά, θα ήταν εξωπραγματική η αντικατάσταση όλων των ενεργειακών μονάδων καύσης άνθρακα με μονάδες φυσικού αερίου, αλλά οι δυναμικές που εντοπίζονται είναι πραγματικά εντυπωσιακές»", συνέχισε ο κ. Wildemann. Οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 που θα μπορούσαν να εξαλειφθούν σε ετήσια βάση με τον τερματισμό τής παραγωγής ηλεκτρισμού από άνθρακα αντιστοιχούν στις συνολικές εκπομπές CO2 των 28 κρατών-μελών της ΕΕ.
Η έρευνα δείχνει ότι, παρά τις έντονες διαφορές μεταξύ των τοπικών συνθηκών, όλες οι χώρες ταιριάζουν σχετικά άνετα σε ένα από τα πέντε ενεργειακά αρχέτυπα. Σε χώρες με αργά αυξανόμενη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας, υπάρχουν από τη μία πλευρά οι «πράσινοι πρωτοπόροι» που βασίζονται σημαντικά σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και από την άλλη πλευρά, οι «παραδοσιακοί» με μικρή μόνο συμμετοχή φιλικής προς το περιβάλλον ενέργειας.
Ανάμεσα στις χώρες με ραγδαία αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια συγκαταλέγονται οι χώρες που διψούν για ενέργεια έχοντας ήδη επιτύχει μεγάλο βαθμό εξηλεκτρισμού, αλλά και το επόμενο κύμα των χωρών που θα ακολουθήσουν την τάση αυτή, καθώς ακόμα παρουσιάζουν σημαντικά κενά στην παροχή ηλεκτρισμού προς όλα τα νοικοκυριά. Η πέμπτη ομάδα που σκιαγραφήθηκε ήταν οι χώρες που αποσκοπούν στη μεγέθυνση των εξαγωγών τους σε πετρελαιοειδή και αντιμετωπίζουν την πρόκληση να αυξήσουν την αποδοτικότητά τους στο πεδίο της έρευνας για πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Ως σημαντικά ευρήματα αυτών των αναλύσεων σε περιφερειακό επίπεδο, η έρευνα βρήκε για παράδειγμα ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να εξοικονομήσει περίπου 45 δισ. ευρώ επεκτείνοντας την παραγωγή ρεύματος από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2030, εάν αυτές οι πηγές κατανέμονταν στις κατάλληλες τοποθεσίες, και διατηρώντας σταθερή την αναλογία των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό μείγμα.
Σε αυτό το σενάριο, οι νέες μονάδες φωτοβολταϊκών θα εγκαθίσταντο κυρίως στη νότια ζώνη της Ευρώπης που χαρακτηρίζεται από έντονη ηλιοφάνεια, ενώ οι μονάδες αιολικής ενέργειας θα εγκαθίσταντο στις ανεμοδαρμένες βόρειες περιοχές της. Στις ΗΠΑ, οι ετήσιες απώλειες 80 δισ. δολ. εξαιτίας του έμμεσου κόστους από διακοπές ρεύματος θα εξοικονομούνταν εάν η ποιότητα του δικτύου βελτιωνόταν. Και στην Κίνα θα ήταν δυνατή η σταθεροποίηση των εκπομπών CO2 στα σημερινά επίπεδα, παρά τον διπλασιασμό της ενεργειακής κατανάλωσης, εάν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αξιοποιούνταν σε πλήρη έκταση. Αυτό θα απαιτούσε ωστόσο σχεδόν διπλασιασμό των επενδύσεων.
Αντίθετα, οι εκπομπές θα μπορούσαν να μειωθούν σχεδόν ισόποσα, χωρίς επιπρόσθετο κόστος, εάν το ένα τρίτο από τις ενεργειακές μονάδες καύσης άνθρακα της Κίνας αντικαθίστατο από μοντέρνες μονάδες φυσικού αερίου έως το 2030.