Προϊόν κλοπής τα Γλυπτά του Παρθενώνα – «Όχι» της Αθήνας στη Βρετανία
Τις τελευταίες ημέρες τα βρετανικά Μέσα Ενημέρωσης επιχειρούν παντοιοτρόπως να παγιδεύσουν την ελληνική πλευρά σε μια συμφωνία – παγίδα για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Σε αυτό τον εθνικό μας στόχο να επιστραφούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα αναφέρεται και σε ανακοίνωσή του το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, δίνοντας έτσι απάντηση στα ξένα δημοσιεύματα τα οποία κάνουν λόγο για επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τα Γλυπτά του Παρθενώνα τα οποία το ΥΠΠΟΑ διαψεύδει. Τονίζοντας και ξεκαθαρίζοντας: «την πάγια θέση της χώρας μας ότι δεν αναγνωρίζει στο Βρετανικό Μουσείο νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών, καθώς αποτελούν προϊόν κλοπής».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση που κοινοποίησε μόλις το ΥΠΠΟΑ, «η κυβέρνηση, από την αρχή της θητείας της, κινείται με σοβαρότητα, υπευθυνότητα, ευαισθησία και αποτελεσματικότητα, προκειμένου να υλοποιηθεί ο εθνικός στόχος της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα και της επανένωσης τους στο Μουσείο της Ακρόπολης. Αυτό αναμφίβολα τεκμαίρεται από σειρά γεγονότων των τελευταίων δύο ετών: Από την απόφαση της UNESCO, τον Σεπτέμβριο 2021, και την οριστική (sine die) επανένωση του θραύσματος Fagan, ως την μεταστροφή και τη στήριξη του ελληνικού αιτήματος από τη διεθνή κοινή γνώμη».
Το παρασκήνιο των κινήσεων που επιχειρούν ορισμένα βρετανικά ΜΜΕ είναι πολύ περίεργο και κανείς δεν γνωρίζει αν είναι υποκινούμενο από διάφορα κέντρα και παράκεντρα. Αρχής γενομένης βεβαίως από το προχθεσινό άρθρο-παγίδα του Bloomberg το οποίο έκανε λόγω περί συμφωνίας για πολιτιστική «ανταλλαγή» αρχαιοτήτων μεταξύ του Βρετανικού και του Ελληνικού Μουσείου. Βεβαίως υπήρξε άμεση διάψευση από την Αθήνα.
Οι βρετανικές διαρροές σχετικά με την «επιστροφή» των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα προκάλεσαν τεράστια σύγχυση και οδήγησαν την Αθήνα να διαψεύσει αμέσως το δημοσίευμα του Bloomberg, το οποίο έγραψε ότι «βλέπει» ως πιθανή λύση της μακροχρόνιας διαμάχης μια συμφωνία που προβλέπει την εκ περιτροπής αποστολή μέρους των Γλυπτών στην Αθήνα, σε βάθος χρόνου, στο πλαίσιο μιας πολιτιστικής ανταλλαγής με άλλα αρχαία αντικείμενα που βρίσκονται σε ελληνικά μουσεία.
Αυτή ακριβώς η έκφραση περί ανταλλαγής είναι η παγίδα και το αγκάθι της όλης διαδικασίας. Μπορεί το δημοσίευμα να επικαλείται έγκυρες πηγές, τις οποίες ωστόσο δεν αποκαλύπτει, δεδομένου ότι, όπως υπογραμμίζεται, οι δυο πλευρές δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία, η άμεση διάψευση, ωστόσο, από πηγές του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού φανερώνει πως βρίσκεται σε εξέλιξη ένα σκληρό διπλωματικό «πόκερ», από το οποίο η κάθε πλευρά πασχίζει να εξασφαλίσει μια λύση που να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κοντά στα δικά της συμφέροντα.
Η διάψευση της Ελλάδας
Η αποδοχή από ελληνικής πλευράς μιας διαδικασίας «ανταλλαγής» θα σήμαινε αυτομάτως και αποδοχή ότι τα γλυπτά δεν μας ανήκουν, κάτι που βεβαίως τινάζει στον αέρα την εθνική μας στρατηγική επί του θέματος.
Με μια προσεκτική ανάγνωση του δημοσιεύματος του Bloomberg γίνεται αντιληπτό πως αναφέρεται σε στοιχεία και ενδεχόμενες λύσεις που είτε δεν ευσταθούν είτε έχουν αποκλειστεί κατά το παρελθόν από την ελληνική πλευρά.
Για παράδειγμα, στην πρώτη κιόλας σειρά γίνεται λόγος για συμφωνία μεταξύ του Βρετανικού Μουσείου και του Μουσείου της Ακρόπολης. παρότι έχει καταστεί πλέον σαφές πως, σύμφωνα και με το υψηλών συμβολισμών ψήφισμα της UNESCO, ο επαναπατρισμός των Γλυπτών του Παρθενώνα αποτελεί ένα πολιτικό-κυβερνητικό ζήτημα και υπερβαίνει το επίπεδο διαλόγου μεταξύ μουσείων. Άλλωστε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ξεκαθαρίσει ότι έχει αποκλειστεί κάθε έννοια δανεισμού.
Οι διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς δεν έχουν σταματήσει, όμως, με την ελληνική κυβέρνηση να ξεκαθαρίζει σε όλους τους τόνους ότι «τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι ένα εθνικό ζήτημα, το οποίο η κυβέρνηση αντιμετωπίζει με μια διαφορετική πολιτική».