Παυλόπουλος: Κάνει πολύ κακό η υπερφορολόγηση των ακινήτων
Στις επιπτώσεις της υπερφορολόγησης της ακίνητης ιδιοκτησίας αναλύει ο βουλευτής και Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Προκόπης Παυλόπουλος. Το άρθρο του κ. Παυλόπουλου δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Επίκαιρα» στις 29/08/2013.
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του κ. Παυλόπουλου:
«Ενόψει της ριζικής αναδιάρθρωσης της φορολογίας της ακίνητης ιδιοκτησίας, την οποία το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης –με σημαντική καθυστέρηση είναι η αλήθεια, αφού ο Πρωθυπουργός είχε δώσει σχετική εντολή άμεσης κατάρτισης του αντίστοιχου σχεδίου νόμου ευθύς μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του- πρόκειται να επιχειρήσει μέσω της καθιέρωσης μιας μορφής «Ενιαίου Φόρου Ακίνητης Περιουσίας» («ΕΦΑΠ»), είναι ανάγκη ν’ αναδειχθούν οι καταλυτικές επιπτώσεις της ως τώρα υπερφορολόγησής της πάνω στην Οικονομία αλλά και την ίδια την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Ιδίως δε οι επιπτώσεις που έχουν ως πηγή τον φόρο τύπου «ΕΕΤΗΔΕ», ο οποίος ενέσκηψε στο φορολογικό μας σύστημα με το «νόμο Βενιζέλου» 4021/2011 (άρθρο 53). Και τούτο διότι τέτοιου είδους «φορολογικές αντιλήψεις» πρέπει ν’ αποτελέσουν παράδειγμα προς αποφυγήν για την κατάρτιση του νέου σχεδίου νόμου περί «ΕΦΑΠ», αν το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης θέλει να στηρίξει αποτελεσματικά τους παραπαίοντες και χειμαζόμενους οικονομικούς και δημοκρατικούς θεσμούς.
Τη βασιμότητα των προαναφερόμενων επισημάνσεων, ως προς την φορολογική κακοδαιμονία που διαβρώνει την ακίνητη ιδιοκτησία, τεκμηριώνουν τ’ ακόλουθα στοιχεία, τα οποία αφορούν την επιρροή της από τη μια πλευρά στην οικονομική κατάσταση της Χώρας. Και, από την άλλη πλευρά, στην πορεία εφαρμογής των προστατευτικών του δικαιώματος στην ιδιοκτησία διατάξεων του Συντάγματος.
Α. Τα ίδια τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, όπως αποτυπώνονται και αξιολογούνται και από αξιόπιστους εξειδικευμένους φορείς του ιδιωτικού τομέα –βλ., ενδεικτικώς, το τεύχος 118 (Απρίλιος του 2013) του Οικονομικού Δελτίου της «Alpha Bank»- οδηγούν στη συναγωγή των εξής, φυσικά μεταξύ άλλων, συμπερασμάτων:
1. Πρωταγωνιστικό ρόλο αφενός στην υφεσιακή πορεία της Οικονομίας και, αφετέρου, στην παρεμπόδιση της ανάκαμψής της, παρά τις ανυπολόγιστες θυσίες του κοινωνικού συνόλου, διαδραματίζει η ουσιαστική κατάρρευση της αγοράς ακινήτων. Και τούτο διότι η αγορά αυτή επηρεάζει καθοριστικώς πλειάδα άλλων σημαντικών κλάδων της οικονομίας καθώς και των συναφών επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
2. Αυτονοήτως, λοιπόν, πρέπει να ληφθούν αμέσως μέτρα ιδίως για την ανάκαμψη της ζήτησης στην αγορά ακινήτων. Προς την κατεύθυνση δε αυτή ιδιαιτέρως κρίσιμη εμφανίζεται και η ανάγκη υιοθέτησης κατάλληλων κινήτρων για την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς αυτής. Τονίζεται, επιπλέον, ότι χωρίς την ως άνω ανάκαμψη είναι αδύνατο ν’ ανακοπεί η υφεσιακή πορεία της Οικονομίας και, συνακόλουθα, να δρομολογηθούν εγγυητικές διαδικασίες πραγματικής μείωσης της ανεργίας.
3. Το σημερινό καθεστώς φορολογίας της ακίνητης ιδιοκτησίας, όπως διαμορφώθηκε από τις Κυβερνήσεις Γ. Παπανδρέου – Λ. Παπαδήμου, κάθε άλλο παρά ευνοεί την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων. Διότι το οικονομικό «κομφούζιο» που έχει ήδη προκύψει από την –πολιτικώς σχεδόν τυχοδιωκτική- πολλαπλώς ανορθολογική και κοινωνικώς άδικη φορολογική απομύζηση της ακίνητης ιδιοκτησίας μεταξύ 2010-2012, συνιστά εφιαλτικό αντικίνητρο που ωθεί, κατά συνέπεια, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ήτοι προς την απαξίωση, λόγω έμμεσης δήμευσης, του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και προς την τελική νέκρωση της αγοράς ακινήτων.
4. Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί μ’ έμφαση ότι οι αποσταθεροποιητικοί κίνδυνοι από την υπερφορολόγηση –και όχι μόνο- της ακίνητης ιδιοκτησίας δεν αφορούν μόνο την Ελληνική Οικονομία. Παίρνουν παγκόσμιες διαστάσεις, όπως αποδεικνύουν οι πρόσφατες αναλύσεις κορυφαίων οικονομολόγων (βλ. π.χ. τις μελέτες των Paul Krugman, «End This Depression Now!», 2012, ελλ. έκδ. «Τέλος στην ύφεση τώρα», «Πόλις», 2012 και Joseph Stiglitz, «The Price of Inequality: How Today's Divided Society Endangers Our Future», 2012, ελλ. έκδ. «Το τίμημα της ανισότητας: Πώς η διχασμένη κοινωνία του σήμερα θέτει σε κίνδυνο το μέλλον όλων μας», «Παπαδόπουλος», 2012).
Β. Η κατά τ’ ανωτέρω υπερφορολόγηση θίγει, όπως είναι προφανές, τον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, όπως αυτό κατοχυρώνεται ιδίως από τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, αλλά και από τις διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αφού, κατ’ αποτέλεσμα, μεταλλάσει την ακίνητη ιδιοκτησία από δικαίωμα σ’ επαχθές βάρος, το οποίο ο ιδιοκτήτης προσπαθεί, με κάθε μέσο, ν’ αποσείσει. Κάπως έτσι η υπερφορολόγηση της ακίνητης ιδιοκτησίας μετατρέπεται σε δίοδο έμμεσης δήμευσής της, όπως εκτέθηκε προηγουμένως. Επώδυνο παράδειγμα αυτής της φορολογικής νοοτροπίας συνιστά το προμνημονευόμενο «ΕΕΤΗΔΕ», που καθιέρωσαν οι διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 4021/2011. Ειδικότερα το «ΕΕΤΗΔΕ», το οποίο αποτελεί φόρο και όχι τέλος, βάλει ευθέως κατά του πυρήνα της ακίνητης ιδιοκτησίας, παραβιάζοντας καταφώρως το Σύνταγμα –όπως δέχθηκε, εμμέσως πλην σαφώς, η ad hoc απόφαση 1972/2012 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε το «ΕΕΤΗΔΕ» ως έκτακτο βάρος κατ’ εξαίρεση συνταγματικώς ανεκτό, και μόνο μέχρι την 31.12.2012- δεδομένου ότι:
1. Στηριζόμενο σ’ ένα αμάχητο τεκμήριο υπολογισμού του ύψους του, παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας.
2. Βασιζόμενο γενικώς και αδιακρίτως στην τιμή της ζώνης, στην οποία υπάγεται το ακίνητο, παραβιάζει την κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικής ισότητας.
3. Έρχεται σ’ ευθεία αντίθεση με την κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 5 αρχή της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, επειδή:
α) Λαμβάνει υπόψη αποκλειστικώς την αντικειμενική αξία του ακινήτου, η οποία όμως σήμερα υπολείπεται κατά πολύ της εμπορικής του αξίας.
β) Φορολογεί το ακίνητο ως, εν πάση περιπτώσει, «αυτοτελές» περιουσιακό στοιχείο, ανεξάρτητα:
β1) Από το αν έχει αποκτήσει υπεραξία λόγω έργων υποδομής ή άλλης νόμιμης αιτίας. Υπεραξία, η οποία αποτέλεσε τη νομιμοποιητική βάση θεσμοθέτησης του πολύ πιο ήπιου αλλά και πολύ πιο αποτελεσματικού «τέλους ακινήτων», που υιοθετήθηκε μέσω του «ΕΤΑΚ».
β2) Πρωτίστως δε από την οιασδήποτε μορφής πρόσοδο, την οποία αποφέρει υπέρ του ιδιοκτήτη του.
Αυτή η οικονομική και θεσμική αποστέωση του δικαιώματος στην ακίνητη ιδιοκτησία, μέσω της υπερφορολόγησης των ακινήτων αποσταθεροποιεί περαιτέρω τις αντηρίδες, πάνω στις οποίες στηρίζεται το όλο οικοδόμημα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και να γιατί, σύμφωνα με την ανάλυση του εγνωσμένου κύρους σύγχρονου ιστορικού Niall Ferguson (βλ. τη μελέτη του Civilization», 2011, ελλ. έκδ. «Πολιτισμός», «Παπαδόπουλος», 2012, σελ. 123 επ.):
Α. Ο δυτικός πολιτισμός, όπως προκύπτει από το σύνολο των συνιστωσών του, στηρίζεται σ’ έξι πυλώνες. Εμβληματική θέση μεταξύ αυτών κατέχει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία1. Ένα δικαίωμα το οποίο νοείται ως σύνολο περιουσίας –ήτοι αμάλγαμα εμπράγματων και ενοχικών δικαιωμάτων- που, με βάση τα θεμελιώδη δεδομένα του καπιταλιστικού συστήματος, επιτρέπει στον Άνθρωπο ν’ αναπτύξει ελευθέρως την προσωπικότητά του, συμμετέχοντας υπό όρους υγιούς ανταγωνισμού και αξιοκρατίας στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Σύμφωνα με τα κατά τ’ ανωτέρω δεδομένα, και πρωτίστως με αφετηρία την κατοχύρωση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, ο θεσμικός αυτός πυλώνας του δυτικού πολιτισμού οδήγησε:
1. Πρώτον, στη διαμόρφωση του κράτους δικαίου. Ήτοι του κράτους, του οποίου τα όργανα δρουν μόνο στο πλαίσιο προϋφιστάμενων κανόνων δικαίου, με κατάλληλες κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασής τους από τα όργανα αυτά.
2. Και, δεύτερον, στην καλλιέργεια των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας –με κορωνίδα την κοινοβουλευτική της έκφανση, η οποία επικεντρώνεται στην μέσω της κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης ανάδειξη του εκάστοτε κυβερνώντος σχήματος- ως συστήματος έμμεσης εκπροσώπησης της αναδυόμενης μέσης αστικής τάξης. Μιας τάξης η οποία, με ιδεολογική «σημαία» τον οικονομικό φιλελευθερισμό, κινήθηκε εκπροσωπώντας τάσεις γενικευμένης κοινωνικής αποδοχής μ’ εμβλήματα την ελευθερία –άρα τα θεμελιώδη δικαιώματα- και την αρχή της ισότητας, υπό την αναλογική εκδοχή της. Αυτή την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία υπονομεύει υποδορίως η βαθιά κι επίμονη οικονομική κρίση που βιώνουμε, ιδίως στη Χώρα μας, μέσα και από τις σκολιές ατραπούς της υπερφορολόγησης της ακίνητης ιδιοκτησίας.
Β. Για όσους θεωρούν, ενδεχομένως, τον κίνδυνο υπονόμευσης της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, μέσω της φορολογικής αποδόμησης του δικαιώματος στην ακίνητη ιδιοκτησία, «θεωρητκό», «μακρινό» ή και «αμελητέο» έναντι αυτού τούτου του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, πολλαπλώς διαφωτιστική εμφανίζεται η ακόλουθη παραπομπή:
1. Στην κλασική μελέτη του «Evolutionary Universals in Society» (in «American Sociological Review», τ. 29 (1964), αρ. 3, σελ. 339 επ.) ο Talcott Parsons ανέπτυξε τη θεωρία περί «εξελικτικών καθολικοτήτων» («Evolutionary Universals»). Ήτοι συγκεκριμένων «συνθηκών» –ιδίως πολιτικών, οικονομικών και θεσμικών- καθολικής ισχύος, η εμπέδωση των οποίων συνιστά conditio sine qua non για τη μετάβαση σε πιο εξελιγμένα επίπεδα κοινωνικοοικονομικής και, επέκεινα, πολιτικής προσαρμογής.
2. Μεταξύ των «καθολικοτήτων» αυτών θεμελιώδης είναι η συμβολή, ως αναγκαίας «συνθήκης» πολιτικής οργάνωσης, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας για την εξέλιξη και σταθεροποίηση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος γενικώς. Μεσ’ απ’ αυτή τη συλλογιστική ο T. Parsons προέβλεψε, ήδη το 1964, την μελλοντική κατάρρευση του τότε «υπαρκτού σοσιαλισμού», που ήλθε δεκαπέντε χρόνια αργότερα ιδίως λόγω μη λειτουργίας των θεσμικοπολιτικών συντεταγμένων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στα κράτη επιρροής του.
Δεν θα ήταν, λοιπόν, τουλάχιστον επιπόλαιο να υποτιμήσει κανείς τους παρεμφερείς κινδύνους, τους οποίους συνεπάγεται για την όλη λειτουργία των θεσμών του Δημοκρατικού μας Πολιτεύματος και η άκρως αρνητική επίδραση της φορολογικής αποστέωσης του δικαιώματος στην ιδιοκτησία στα θεμέλια της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας; Και, αντιστρόφως, δεν θα ήταν χρήσιμο το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης, πριν λάβει τις τελικές αποφάσεις του για τον «ΕΦΑΠ», ν’ αποτιμήσει με ακρίβεια και δικαιοσύνη τ’ αξιοθρήνητα αποτελέσματα της «φορολογικής πολιτικής» των προκατόχων του στις δύο προηγούμενες Κυβερνήσεις, μεταξύ 2010-2012;».