Κιβωτός του Κόσμου: Πώς οι καταθέσεις έκαναν ύποπτο τον πατέρα Αντώνιο

Μπορεί η κατάθεση ενός 19χρονου πρώην τρόφιμου να αποτέλεσε τη θρυαλλίδα των εξελίξεων που ακολούθησαν στην Κιβωτό του Κόσμου, όμως η κατάθεση ενός 18χρονου που ζει στην Ολλανδία κι ενός 15χρονου τροφίμου δομής στην περιφέρεια της χώρας «έδεσαν» την υπόθεση και οδηγούν τον πατέρα Αντώνιο και 7 ακόμη πρόσωπα ενώπιον των εισαγγελέων ανηλίκων.
kivotostoukosmou.org

Η κατάθεση του 15χρονου

Η αντίστροφη μέτρηση προκειμένου να καταστεί ύποπτος ο πατέρας Αντώνιος αλλά και 7 εργαζόμενοι της δομής ξεκίνησε με τη συμπληρωματική κατάθεση ενός 15χρονου φιλοξενούμενου της δομής στο Βόλο. Ο ανήλικος, ο οποίος είναι μαθητής της Α’ Γυμνασίου, εντοπίστηκε από την εισαγγελία μέσα από την κατάθεση που έδωσε ο 19χρόνος, ο οποίος κατήγγειλε πρώτος για ασέλγεια τον πατέρα Αντώνιο.

Ο 15χρονος στην πρώτη του κατάθεση αναφέρθηκε σε περιστατικό με στέλεχος της δομής που τον φιλοξενούσε. «Ήμουν ένα πρωί κατά τις οκτώ πάνω στο όροφο του σπιτιού, με βλέπει ο κύριος Π. και μου λέει: «Έλα εδώ. Έχουμε μια δουλειά να ολοκληρώσουμε». Εκείνη τη στιγμή περνάει ο κύριος Β. ο παιδαγωγός και ο Π. του ζήτησε τα κλειδιά από τα εργαστήρια. Ο κύριος Β. του τα έδωσε και ο κύριος Π. του είπε πω αν τα χρειαστούν να τον πάρουν τηλέφωνο και να μην πάνε προς τα εργαστήρια. Μετά μου ζήτησε ο κύριος Π. να τον ακολουθήσω και με πήγε στο οινοποιείο, στο υπόγειο και κλείδωσε την πόρτα. Μετά με έβαλε να κάτσω πλάτη στην πόρτα. Εκεί είχε ένα τραπεζάκι και τρεις καρέκλες. Στο κέντρο καθόμουν εγώ και δεξιά ο κύριος Π. αλλά σηκωνόταν κάποιες φορές και καθόταν από τα αριστερά. Μετά συζητούσαμε για ένα θέμα, αν είχα μπλέξει εγώ με μια υποτιθέμενη ληστεία στην Κιβωτό, που λέγανε κάποια άτομα, ότι ήμουν και εγώ. Σηκωνόταν, πήγαινε γύρω- γύρω από εμένα και το τραπέζι και με ρώταγε συνέχεια αν έστω μίλαγα με τον Α. (τρόφιμο) και αν είχα σχέση εγώ με αυτό. Εγώ αρνούμουν το περιστατικό. Την πρώτη φορά που του είπα ότι δεν έχω καμία σχέση, σταμάτησε να μιλάει για ένα λεπτό, έβγαλε την μπλούζα του από μέσα φορούσε ένα φανελάκι, και έκατσε δίπλα μου. Μετά έτριβε τα χέρια του. Μετά εγώ πήγα λίγο πιο πίσω και αυτός μου είπε να πάω πιο κοντά του. Εγώ πήγα πιο κοντά και τότε μου έσκασε ένα χαστούκι στο δεξί μου αυτί».

Στη συνέχεια, όταν τον μετέφεραν στην κουζίνα, ένας από τους εργαζόμενους στη δομή είπε στη μαγείρισσα να μην του επιτρέψει επαφή με αλλά παιδιά γιατί είναι επικίνδυνος. «Της είπε να μην έχω καμία επαφή με τα παιδιά, γιατί είμαι επικίνδυνος για τους υπόλοιπους και αν έρθουν οι παιδαγωγοί ή παιδιά, να τους διώξει από την κουζίνα, που ήμουνα εγώ εκεί. Μετά η μαγείρισσα με ρώτησε γιατί είμαι έτσι και εγώ της είπα ότι πονάει το κεφάλι μου. Μου έδωσε ένα ντεπόν και έκατσα στο τραπέζι της κουζίνας. Μετά με πόναγε το κεφάλι μου πολύ έντονα. Μετά από κάποια ώρα ήρθαν οι «μικροί» και οι «μεσαίοι» κάτσανε να φάνε και εγώ έφυγα από την κουζίνα και ο κύριος Π. ο παιδαγωγός μου είπε να πάω στο δωμάτιο. Την ώρα που έμπαινα εγώ στο δωμάτιο, έμπαινε και 
ο (…) και τον είδα κλαμένο. Μου είπε ότι έφαγε ξύλο από τον κύριο Π.»

Ο 18χρονος που ζει στην Ολλανδία

Μετά την αποκάλυψη των καταγγελιών του 19χρονου, έδωσε κατάθεση στις δυο εισαγγελείς ανηλίκων ένας 18χρονος, ο οποίος ζει στην Ολλανδία και είχε φιλοξενηθεί σε δυο δομές της Κιβωτού έπειτα από εισαγγελική παραγγελία το 2015. «Ελπίζω να αποδοθεί δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν αυτοι οι δύο που με κακοποίησαν και αυτός από τον οποίον έπαιρναν εντολές δηλαδή ο Πάτερ Αντώνιος» είπε μεταξύ άλλων ο νεαρός, που υποστηρίζει πως σώθηκε μετά την ενηλικίωση του, όταν έφυγε από την Κιβωτό.

«Ο Π. Είχε πολλές απαιτήσεις από μένα στο διάβασμα και στις δουλειές που μας έβαζε να κάνουμε τα Σαββατοκύριακα, (…) και αν δεν τις κάναμε καλά είχαμε συνέπειες, που ήταν τιμωρίες. Μια τέτοια τιμωρία ήταν το να μπεις σε απομόνωση, δηλαδή να είσαι κλειδωμένος μόνος σε ένα δωμάτιο όλη την ημέρα και να σου φέρουν φαγητό. Οταν ήμουνα στα Γιάννενα είχα μπει κι εγω σε απομόνωση, επειδή με είχαν πιάσει με κάτι άλλα παιδιά, να κάνω χασίς. Τα άλλα παιδιά τα είχαν πάει σε αλλες δομές, ενώ εμένα με είχαν βάλει σε απομόνωση με απόφαση του Π. για 8 μήνες. Εκείνο το διάστημα, με κλείδωνε και με ξεκλείδωνε από το δωμάτιο μόνο ο Π. και με έβγαζε έξω, μόνο γιά να πηγαίνω στο σχολείο και να κάνω δουλειές. Ομως για ενάμισι μήνα δεν με άφηναν να πηγαίνω στο σχολείο και έκανα μόνο δουλειές. Ολο το διάστημα εκείνο δεν μπορούσα να μιλάω με κανέναν, αλλά ούτε και με τις αδελφές μου οι οποίες μένουν στην Κιβωτό σε άλλη δομή. Μέσα σε αυτούς τους 8 μήνες και ενώ ήμουνα σε απομόνωση 2 ως 3 μήνες, ο Π. δύο φορές με είχε κακοποιήσει μέσα στο δωμάτιο την ώρα που μου έφερνε το βραδινό, δηλαδή μου είχε ρίξει σφαλιάρα, με είχε πιάσει από το λαιμό, μου είχε ξαναρίξει σφαλιάρα και με είχε πετάξει κάτω, λέγοντας μου ότι, είμαι το μεγαλύτερο κ@λόπαιδο σε όλη την Κιβωτό. Εγώ μετά από αυτό είχα κοκκινίλες στο λαιμό» ανέφερε για έναν εργαζόμενο στη δομή στα Γιάννενα.

Όπως περιέγραψε ο 18χρονος, όταν πήγε σε δομή στο Βόλο, συνέχιζαν να του φέρονται σκληρά, ενώ «ο Πάτερ Αντώνιος μου είχε πει ότι, το έκαναν αυτό, για να τος δείξω ότι, κατάλαβα το λάθος, που έκανα στα Γιάννενα. Με έβαζαν να κάνω δουλειές με το χορτοκοπτικό, να καθαρίζω να αρμέγω και να ταίζω τα ζώα και όλα αυτά μόνος μου, χωρίς να έχω κανένα βοηθό, παρότι το είχα ζητήσει πολλές φορές, γιατί πολλές φορές δυσκολευόμουνα. Ας πούμε όταν έβαζα τα κόπρανα των ζώων σε τσουβάλια, αυτά ήταν πολύ βαριά και δυσκολευόμουνα να τα μεταφέρω, για να τα πετάξω. Στη συνέχεια ξεκίνησα τη 2α Γυμνασίου και τα πράγματα, όταν έλειπε ο Πάτερ και οι βοηθοί του ήταν καλά. (…) Ετσι ήταν τα πράγματα μέχρι που τελείωσα και την 3η Γυμνασίου. Τότε με το έτσι θέλω μου έκοψαν το σχολείο και παρότι τους παρακάλαγα, δεν με άφηναν να πάω στο Λύκειο. Ενας παιδαγωγός εκεί ο Ν. Μ. μου είχε πει ότι, δεν επέτρεπε ο πάτερ να πάω στο Λύκειο, γιατί πίστευε θα μπλέξω με κακές παρέες».

Έπειτα από μια κλοπή στη γραφείο της Διευθύντριας στο Βόλο, για την οποία κατηγορήθηκε ο 18χρονος κι ένα ακόμη παιδί, τον έβαλαν ξανά σε απομόνωση. «Το δωμάτιο, που με είχαν βάλει στον Ανω Βόλο ήταν μακριά από΄κει, που έμεναν τα άλλα παιδιά. Ηταν μόνο του, ήταν κρύο δεν είχε καθόλου έπιπλα, ούτε κρεβάτι, μόνο ένα στρώμα στο πάτωμα και μία κουβέρτα. Από το δωμάτιο αυτό με ξεκλείδωνε κάποιος παιδαγωγός (ο Ν.Μ. η Ε.Κ. ή κάποιος άλλος), μόνο για να πάω στην τουαλέτα, η οποία επίσης ήταν κλειδωμένη. Τη νύχτα την ανάγκη μου την έκανα σε μπουκαλάκι, γιατί η πόρτα της τουαλέτας ήταν κλειστή και επιπλέον δεν μπορούσα να βγω έξω» είπε και συμπλήρωσε: «ένα βράδυ, εκεί που κοιμόμουν, ο Α. και ο Π. ξεκλείδωσαν την πόρτα μπήκαν μέσα, έκλεισαν την πόρτα και τα παράθυρα και τότε έφαγα πάρα πολύ άγριο ξύλο, όχι απλά μπουνιές και κλωτσιές, σφαλιάρες, αλλά με κοπάναγαν με σανίδες και με πέτρες, που έπαιρναν στα χέρια τους και με χτυπούσαν στα χέρια μου, στο στήθος στην πλάτη και στο πρόσωπο με μπουνιές. Δεν ξέρω πόση ώρα έτρωγα ξύλο, αλλά πίστευα ότι, εάν με χτύπαγαν κι άλλο θα πέθαινα. Μετά από αυτό το πρόσωπο μου ήταν χάλια, ήταν πρησμένο, τα μάτια μου ήταν πρησμένα, τα αυτιά μου ήταν πρησμένα, από τα χείλια μου έτρεχε αίμα, το κεφάλι μου ήταν γεμάτο καρούμπαλα, το αριστερό μου χέρι ήταν μαυρισμένο, είχα σημάδια και κοκκινίλες στην πλάτη μου από τις σανίδες με τις οποίες με χτύπαγαν και το στήθος μου από τις πέτρες, με τις οποίες με χτύπαγαν. Οσο με χτύπαγαν τους φώναζα να σταματήσουν, τους έλεγα ότι, πονάω και ότι, δεν αντέχω άλλο και αυτοί γέλαγαν μαζί μου και μου έλεγαν ότι, ή θα παραδεχτείς ότι, εσύ έκλεψες τα λεφτά ή θα σε σκοτώσουμε. Ομως ακόμα και όταν είπα ότι, εγω το έκανα, αυτοί συνέχισαν να με χτυπάνε. Κάποια στιγμή σταμάτησαν και μου είπαν «αυτά, για να ξέρεις από πού κλέβεις και έφυγαν».

Ο μάρτυρας περιέγραψε και τη συμπεριφορά της διευθύντριας της δομής, η οποία θα δώσει εξηγήσεις ως ύποπτη για έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο. «Mετά από λίγο πήγα στο γραφείο της διευθύντριας και της ζήτησα να με πάει στο νοσοκομείο. Και αυτή όταν με είδε έβαλε τα κλάματα και μου είπε να ηρεμήσω και να πάω στο δωμάτιο μου και ότι, θα φτιάξουν τα πράγματα. Εγώ υπάκουσα στις εντολές, όμως στο νοσοκομείο δεν με πήγε ποτέ. (…) Aπό την ημέρα που έφαγα ξύλο, ο Πάτερ, ο Α. και ο Π. έφυγαν. Από τότε δεν με ξανακλείδωσαν, μου άφηναν την πόρτα ανοιχτή και την τουαλέτα ξεκλείδωτη και δεν πήγαινα για δουλειές, γιατί δεν ήμουνα σε θέση. Πριν φύγουν ο Α. και ο Π. πήγαν και είπαν στα άλλα παιδιά ότι, το βράδυ εκείνο είχαν έναν εφιάλτη και κοπανιόμουν στους τοίχους μόνος μου, γι΄αυτό και ήμουνα χτυπημένος. Αυτό το έκαναν για να μην μαθευτεί η αλήθεια».