Ψάχνοντας για… αντι-Κυριάκο
Σαν να πρόκειται για παιδικό παιχνίδι.
Με μια πρώτη ματιά, η πρωτοβουλία φαίνεται αναπάντεχη, δυναμική, λαμπερή και σε πλήρη διασύνδεση με την επιθυμία που εκφράζει ένα σημαντικό ποσοστό πολιτών (δημοσκοπικά καταγεγραμμένο) για το «ποιος μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος του Κυριάκου Μητσοτάκη». Όχι γιατί όλοι όσοι προβληματίζονται δεν θέλουν τον Κυριάκο, απλώς αντιλαμβάνονται ότι το «μονότερμα», εκτός από πληκτικό μπορεί να αποδειχθεί άκρως προβληματικό για όλους. Αν, λοιπόν, ο στόχος ήταν αυτή η πρωτοβουλία, να «κλέψει» τα φώτα της δημοσιότητας για μερικά 24ωρα, σίγουρα επετεύχθη. Πλήρως.
Αναφέρομαι, προφανώς, στην κοινή εκδήλωση Αχτσιόγλου – Τεμπονέρα – Ηλιόπουλου, δηλαδή των στελεχών που προέρχονται από τρεις διαφορετικούς πόλους της αριστεράς – κεντροαριστεράς και τα οποία θεώρησαν ότι ήρθε η ώρα να τεθεί το ζήτημα σε δημόσιο διάλογο και μάλιστα υπό τη δική τους αιγίδα.
Αυτό ακριβώς το -μάλλον πεπερασμένης προβολής- γεγονός προκάλεσε δυσανεξία στις ηγεσίες της Κουμουνδούρου και της Χαριλάου Τρικούπη, αν κρίνουμε από τις «διαρροές κορυφής», για τον απλούστατο λόγο ότι τόσο ο Στέφανος Κασσελάκης όσο και ο Νίκος Ανδρουλάκης έχουν… τραχανά απλωμένο, εν όψει των ευρωεκλογών και άρα αγχώνονται. (Σ’ αυτό θα επανέλθουμε). Ωστόσο, το κλίμα παρακάτω, σε αρκετά κορυφαία στελέχη του δεύτερου και του τρίτου κόμματος, είναι εντελώς διαφορετικό. Αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο εγχείρημα περίπου με αδιαφορία, γιατί… έχουν γνώση οι φύλακες. Εδώ και πολλούς μήνες μετέχουν σε άτυπες ζυμώσεις με άλλο χρονοδιάγραμμα και με εντελώς διαφορετική λογική. Εν ολίγοις επικεντρώνονται στην ανασύνθεση της κεντροαριστεράς, τη δημιουργία κοινού κομματικού σχήματος, στη βάση όμως προγραμματικών συγκλίσεων και χωρίς, για την ώρα, να αναζητούν Μεσσίες… Επιπλέον, στην παρούσα φάση, όχι απλώς δεν επιδιώκουν δημοσιότητα αλλά αντίθετα την θεωρούν βλαπτική μιας δύσκολης και σύνθετης προσπάθειας.
Ας αρχίσουμε να ξεδιπλώνουμε το κουβάρι: Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται πλήρως ότι το αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής κάλπης είναι ιδιαίτερα κρίσιμο και για την Κουμουνδούρου και για τον ίδιο προσωπικά. Με τα ποσοστά του κόμματός του σε ελεύθερη πτώση, επιμένει να πορεύεται στη λογική του «πάμε σαν άλλοτε», που ούτε σε ψήφους προς το παρόν του αποδίδει, ούτε τον διασυνδέει με το βασικό κορμό του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα ο Νίκος Ανδρουλάκης διαθέτει «μαλακό μαξιλάρι». Τσιμπολογώντας από το ανεμοσκόρπισμα της Κουμουνδούρου, έχει σοβαρές πιθανότητες να αναδειχθεί στη δεύτερη θέση, χωρίς να «ανοίξει μύτη» (εσωκομματικά) ανεξάρτητα από το ότι στους δείκτες καταλληλότητας για την πρωθυπουργία, συνεχίζει να υπολείπεται.
Πάμε παραπέρα. Σ’ αυτές τις εν εξελίξει (επαναλαμβάνω άτυπες) διεργασίες μετέχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο η Νέα Αριστερά; Θα μπορούσε ενδεχομένως και στη βάση ποιας πολιτικής λογικής; Τα στελέχη της «Ομπρέλας» και οι συν αυτή, υποστηρίζουν θέσεις και απόψεις που είναι σε απόκλιση από τον πυρήνα σκέψης της Κουμουνδούρου και σε πλήρη απόκλιση με το ίδιο το ΠΑΣΟΚ ως συλλογικού μορφώματος. Υπενθυμίζω ότι στάθηκαν σθεναρά απέναντι στις όποιες προσπάθειες του Αλέξη Τσίπρα για διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ προς την κεντροαριστερά. Με απαξιωτικό τρόπο, μάλιστα. Με δηλώσεις, όπως «οι Πασόκοι βρωμάνε» ή «ο Γιώργος Παπανδρέου είναι τοξικός». Και μέχρι στιγμής, δεν έχουν αρθεί οι ευρύτεροι λόγοι της διάσπασης.
Κατά τη γνώμη μου, η μόνη ωφελημένη από αυτήν την εκδήλωση είναι η Έφη Αχτσιόγλου, γιατί της δόθηκε η δυνατότητα «να μπει στο κάδρο», την ώρα που το νέο κόμμα στο οποίο εντάχθηκε δεν καταγράφει, δημοσκοπικά, κάποια ιδιαίτερη δυναμική, ούτε έχει διασφαλίσει ότι «θα πιάσει ψάρια στις ευρωεκλογές». Τα δύο νεαρά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, ενδεχομένως να εμφορούνται από έντονη προσωπική ανησυχία, ίσως υποκύπτουν σε προσωπική φιλοδοξία (ιδιαίτερα ο Διονύσης Τεμπονέρας είδε με δική του πρωτοβουλία δύο φορές τον Αλέξη Τσίπρα, πράγμα που μπορεί να είναι και εντελώς τυχαίο ή να θεωρούσε ότι έτσι «φουσκώνουν τα πανιά»). Θα δείξει. Εύχομαι να μην αναφωνήσουμε: o tempora, o mores.