Βιομηχανία και δημόσιος τομέας οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας
Η ισχνή βιομηχανία και ο σχετικά διογκωμένος δημόσιος τομέας κυρίως λόγω των αμυντικών δαπανών αποτελούν δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας που κατέγραψε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ) σε έκθεση που υπογράφουν οι οικονομολόγοι της Τράπεζας, Γιάκοβ Μιλάτοβιτς και Πήτερ Σάνφι.
Πιο αξιόπιστη –και ανθεκτική στην κρίση- κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την ΕΤΑΑ, δεν είναι άλλη από τον τουρισμό, καθώς καταγράφονται ετησίως σχεδόν 20 εκατομμύρια αφίξεις τουριστών.
Όπως αναφέρει η έκθεση, με μόνο 8,5% της οικονομίας της να αφιερώνεται στη βιομηχανική παραγωγή, η Ελλάδα είναι η λιγότερο βιομηχανοποιημένη χώρα της ηπειρωτικής Ευρώπης (εκτός από το Λουξεμβούργο). Επιπλέον, η όποια βιομηχανία της σχετίζεται κυρίως με την επεξεργασία τροφίμων, το πετρέλαιο και την επεξεργασία βασικών μετάλλων. Αντίθετα, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες με τις οποίες συνεργάζεται η ΕΤΑΑ (κυρίως τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης), αναπτύσσεται βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, η οποία έχει ενταχθεί στην γερμανική αλυσίδα εφοδιασμού.
Σε ό,τι αφορά το δημόσιο τομέα, η έκθεση αναφέρει πως η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση και οι κοινωνικές υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 20% της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες με τις οποίες συνεργάζεται η Τράπεζα δεν ξεπερνάει το 15% κατά μέσο όρο.
Η διαφορά, σημειώνει, μπορεί να αποδοθεί στη δημόσια διοίκηση (συμπεριλαμβανομένου του τομέα της άμυνας), η οποία αντιπροσωπεύει το 10% της οικονομικής δραστηριότητας σε σύγκριση με μόλις 6% κατά μέσο όρο, στις άλλες χώρες. Ωστόσο, υπογραμμίζει πως αυτό το ποσοστό αναμένεται να συρρικνωθεί καθώς το νέο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας απαιτεί σημαντικές περικοπές στις αμυντικές δαπάνες.
Αναφορικά με τον τομέα των ακινήτων η έκθεση σημειώνει πως οι δραστηριότητες που σχετίζονται με το λεγόμενο «real estate» (όπως η εκμίσθωση και η διαχείριση ακινήτων), αντιπροσωπεύουν το ένα πέμπτο της ελληνικής οικονομίας, σχεδόν διπλάσιο από το μέσο όρο των άλλων χωρών της ΕΕ. Επίσης, υπογραμμίζει πως αυτός ο τομέας παρουσίασε τη μεγαλύτερη ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της κρίσης, αναδεικνύοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδα ως σημαντικού τουριστικού προορισμού.
Όσον αφορά τις εξαγωγές, σημειώνεται στην έκθεση, πως μεταξύ των σημαντικότερων εξαγώγιμων αγαθών βρίσκονται κάποιες κατηγορίες τροφίμων (κυρίως λαχανικά και φρούτα), χημικά προϊόντα, ο χάλυβας και το αλουμίνιο.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το στοιχείο που παραθέτει η ΕΤΑΑ πως τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν οι ελληνικές εξαγωγές προς κράτη που δεν ανήκουν στην ευρωζώνη. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση, παρά την κρίση μερικοί εξαγωγείς βρήκαν τρόπους να στρέψουν μέρος των εξαγωγών τους σε μη ευρωπαϊκές αγορές, καθιστώντας τη χώρα λιγότερο εξαρτημένη από τις αγορές της Ευρωζώνης σε σχέση με πριν.
Συγκεκριμένα, σημειώνει πως η Ελλάδα εξάγει σήμερα περίπου το 1/3 των προϊόντων της σε χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας), το 1/3 στην υπόλοιπη ΕΕ και το 1/3 στο υπόλοιπο κόσμο. Ειδικά οι εξαγωγές προς την Τουρκία φαίνεται να έχουν υπερδιπλασιαστεί μεταξύ του 2006 και του 2013 (από 5% σε 12%), ενώ το πετρέλαιο καταλαμβάνει περισσότερο από το 70% των εξαγωγών αγαθών από την Ελλάδα στην Τουρκία.
Επιπλέον, η έκθεση αναφέρει πως η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε από περίπου 160 δισ. ευρώ το 2008 σε 125 δισ. το 2014. Ως αποτέλεσμα, πολλοί τομείς της ελληνικής οικονομίας κατέρρευσαν. Σύμφωνα με την έκθεση, εστιατόρια και ξενοδοχεία, καθώς και τα είδη ένδυσης και υπόδησης, ήταν οι τομείς που επλήγησαν περισσότερο, με απώλειες περίπου 20 δισ. ευρώ μεταξύ του 2008 και το 2014 (από 41 δισ. ευρώ το 2008 σε 21 δισ. ευρώ το 2014 ). Ο μοναδικός τομέας όπου οι δαπάνες αυξήθηκαν μεταξύ του 2008 και του 2014 είναι ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας, κυρίως ως αποτέλεσμα των αυξήσεων των τιμών που επιβλήθηκαν κατά το πρώτο και το δεύτερο πρόγραμμα διάσωσης.
Τέλος, η έκθεση κάνει αναφορά στη μείωση κατά 2/3 των επενδύσεων κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Το 2008, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ήταν σχεδόν 60 δισ., ενώ το 2014, είχαν πέσει σε μόλις 20 δισ. ευρώ. Το ήμισυ αυτής της δραματικής μείωσης, καταλήγει η έκθεση, προήλθε από την πτώση των επενδύσεων σε εξοπλισμό μεταφορών, αλλά και των επενδύσεων σε όλους τους άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της γεωργίας, των μεταλλικών προϊόντων και μηχανημάτων και των κατασκευών.