Έρωτας, προδοσία, θάνατος με την Γκόλφω στην Επίδαυρο
Φουστανέλες και κλαρίνα πήραν θέση χθες βράδυ στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου και επιβλήθηκαν με την «Γκόλφω» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη (1893), δικαιώνοντας την επιλογή του Γιώργου Λούκου να φέρει στο αργολικό θέατρο την επιτυχημένη παράσταση του Νίκου Καραθάνου, με το Εθνικό Θέατρο.
Μια λαϊκή τραγωδία, ένα σύμβολο του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού και της παράδοσης, ένα έργο για χρόνια απαξιωμένο ή κατά καιρούς παιγμένο με διάθεση χλευαστική και ειρωνική σαν ένα θεατρικό απολίθωμα, αναστήθηκε με αγάπη, τρυφερότητα και χιούμορ, από τον Νίκο Καραθάνο και συγκίνησε όσους δεν είχαν δει την παράσταση τον χειμώνα ή όσους ήρθαν να την παρακολουθήσουν ξανά, αυτήν τη φορά στην Επίδαυρο. Το χειροκρότημα σε διάφορα σημεία της παράστασης, θύμιζε τις παρεμβάσεις των θεατών σε παλιότερες παραστάσεις θιάσων.
Ο θρήνος της Γκόλφως για τον προδομένο της έρωτα, απαλλαγμένος από βουκολικά στοιχεία που θα βάραιναν το έργο, συνεπήρε τους θεατές. Οι λευκές φουστανέλες, σύμβολο μιας παρερμηνευμένης «ελληνικότητας», στην παράσταση είναι κατάμαυρες, δίνοντας μιαν άλλη διάσταση στο κείμενο. Οι τεράστιες μαύρες μαξιλάρες που μεταμορφώνονται σε βουνά και λαγκάδια, όπου σκαρφαλώνουν οι πρωταγωνιστές, στήνουν το σκηνικό του δράματος της Γκόλφως. Το φυσικό αργολικό περιβάλλον, πρόσθεσε στην παράσταση μια πινελιά μοναδική και ανεπανάληπτη, κυρίως στο φινάλε με το «Τρέξε Τάσο» και τον Γιάννη Βογιατζή, να απομακρύνεται ως τα πεύκα, στο βάθος του θεάτρου. Ο ίδιος με την Αλίκη Αλεξανδράκη ενσαρκώνουν με σύγχρονα ρούχα, τον Τάσο και την Γκόλφω, σε μια φανταστική συνάντηση των ηρώων στο τέλος της ζωής τους.
Την Γκόλφω και τον Τάσο ερμήνευσαν από τρεις ηθοποιοί αντίστοιχα, σε τρεις χρόνους: έρωτας, προδοσία, θάνατος. Ηταν οι Εύη Σαουλίδου, Λυδία Φωτοπούλου, Αλίκη Αλεξανδράκη και Χάρης Φραγκούλης, Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Βογιατζής. Χάρισαν στους θεατές μια νύχτα μαγική, με την ιστορία τους, που συνοψίζεται στην εναρκτήρια φράση της παράστασης: «Εκείνος την ήθελε. Εκείνη τον ήθελε πολύ. Στο τέλος, πεθαίνουν κι οι δύο. Πολύ ωραίο έργο».