Κλιματική αλλαγή: Τάση αύξησης της ξηρασίας στην Ελλάδα
Για ποιες περιοχές της χώρας μας, οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες.
Τα επιστημονικά μοντέλα και οι τελευταίες μελέτες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδεικνύουν τάση αύξησης της ξηρασίας –όχι όμως υψηλού κινδύνου– τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, με βάση την αύξηση των θερμοκρασιών και την ελάττωση των βροχών, τα τελευταία χρόνια.
«Αυτό που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, είναι η άνοδος της θερμοκρασίας και η αύξηση της ξηρασίας, παράλληλα με τη μείωση των βροχοπτώσεων. Αυτός ο συνδυασμός οδηγεί στις ξηροθερμικές συνθήκες που παρατηρούμε. Οι πυρκαγιές είναι αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, καθώς όσο μεγαλύτερη ξηρασία υπάρχει, τόσο ευκολότερο είναι να εξαπλωθούν οι φωτιές.
Αν αυτές οι συνθήκες συνεχισθούν, τότε θα μπορούσαν να υπάρχουν περιοχές στην Ελλάδα που θα αντιμετωπίζουν προβλήματα, όπως οι Κυκλάδες και η ανατολική Κρήτη, που ήδη δέχονται μικρά ποσοστά βροχής», επεσήμανε η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Χριστίνα Αναγνωστοπούλου, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Παράλληλα, τόνισε ότι «δεν βρισκόμαστε ακόμη στο κομμάτι της ερημοποίησης, καθώς ο όρος “ερημοποίηση” παραπέμπει στην υποβάθμιση της γης σε άνυδρες και ξηρές περιοχές, τόσο από βιολογικής πλευράς, όσο και οικονομικής παραγωγικότητας». Αναφορικά με τον τρόπο που επηρεάζεται το κλίμα, σημείωσε ότι παράγοντας – «κλειδί» είναι οι βροχοπτώσεις.
«Ούτως ή άλλως, βλέποντας πώς κατανέμεται η βροχόπτωση στην περιοχή της Ελλάδας διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ένα δίπολο. Στη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα, το Ιόνιο, την Ήπειρο και τη δυτική Πελοπόννησο σημειώνονται βροχές γιατί από εκεί έρχονται όλα τα συστήματα που φέρνουν βροχοπτώσεις. Ακολουθεί η ομβροσκιά της Πίνδου και καθώς αυτά τα συστήματα έχουν δώσει όλη την υγρασία δυτικά, περνώντας την Πίνδο δεν έχουν τόσο βροχή, γι’ αυτό καταγράφονται λιγότερες βροχοπτώσεις σε ηπειρωτικές περιοχές που βρίσκονται πιο ανατολικά.
Όσο περνούν πάλι, πάνω από το Αιγαίο οι αέριες μάζες εμπλουτίζονται με υδρατμούς, με αποτέλεσμα να υπάρχουν βροχοπτώσεις στη Σάμο, τη Χίο, τα Δωδεκάνησα, όπου τελικά υπάρχει υγρασία και γι’ αυτό η βιοποικιλότητα σε αυτές τις περιοχές είναι πλουσιότερη από ό,τι στις Κυκλάδες», ανέφερε.
Σε κάθε περίπτωση, υπογράμμισε ότι η τρέχουσα κατάσταση δεν επηρεάζεται από τις κινήσεις των τεκτονικών πλακών, αλλά από κίνηση των αέριων μαζών, ενώ, σε ό,τι αφορά το μέλλον, είπε τις δυσκολίες που υπάρχουν στην πρόβλεψη καθώς ο παράγοντας «βροχόπτωση» είναι δύσκολο να εντοπισθεί και να περιγραφεί αναλυτικά από τα κλιματικά μοντέλα.
«Άλλο είναι να γνωρίζουμε ότι θα έχουμε έξι μήνες ανομβρία και άλλο ότι θα βρέξει ενδιάμεσα στους επόμενους μήνες. Αυτά τα δύο ενδεχόμενα έχουν διαφορετικές επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή και οικονομία, τον τουρισμό και όλους τους άλλους τομείς και αυτό είναι δύσκολο να εντοπισθεί», συμπλήρωσε.
Για τα βήματα που θα ήταν καλό να ακολουθηθούν, σχολίασε πως «χρειάζεται πολύ καλός προγραμματισμός από τους φορείς ώστε να μην χάνεται νερό, απαιτείται η λήψη μέτρων διαχείρισης υδάτων και περιορισμού της σπατάλης νερού κατά τις αρδεύσεις στον αγροτικό τομέα και θα ήταν χρήσιμη η αξιοποίηση του νερού από τους βιολογικούς καθαρισμούς για αγροτικές χρήσεις».
«Το νερό είναι αυτό που μπορούμε εμείς να αλλάξουμε. Αν αυξηθεί η θερμοκρασία, αυτό δεν μπορούμε να το ελέγξουμε, αν όμως, υπάρχουν αποθέματα νερού, τουλάχιστον αυτό θα βοηθήσει για να μη φθάσουμε στα χειρότερα», προσέθεσε.
Επιπλέον, δήλωσε ότι τέτοιου είδους μέτρα θα μπορέσουν να μειώσουν το αποτύπωμα του ανθρώπου στα πράγματα και «αυτό θα φανεί όχι αμέσως, δηλαδή μέσα στην επόμενη δεκαετία, αλλά σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα, με την υπεράντληση υδάτων λόγω γεωτρήσεων πέφτει ο υδροφόρος ορίζοντας. Ακόμη και αν οι γεωτρήσεις σταματήσουν να αντλούν νερό, ο υδροφόρος ορίζοντας και πάλι θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να επανέλθει στα ίδια επίπεδα. Άλλωστε, είναι πολυπαραγοντικό το θέμα και εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως οι χιονοπτώσεις», σημείωσε.
Τέλος, σε επίπεδο μέτρων ατομικής προστασίας, συνιστά την προσαρμογή του πληθυσμού σε πιο ξηροθερμικές συνθήκες. «Θα πρέπει να σκεφτούμε πώς ζουν οι άνθρωποι στην Κύπρο ή τη βόρεια Αφρική, όχι βέβαια τόσο άμεσα. Αυτό θα μάς βοηθήσει να προετοιμασθούμε για να είμαστε έτοιμοι για τέτοιες συνθήκες, πάντα σε συνδυασμό με έναν καλό προγραμματισμό στις χρήσεις του νερού», ολοκλήρωσε η Χριστίνα Αναγνωστοπούλου.