Πόσο επιβαρύνει τους δανειολήπτες η νέα αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ
Περαιτέρω άνοδο των επιτοκίων από την ΕΚΤ προεξοφλεί η αγορά κατά την επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου το Μάρτιο, συμπαρασύροντας σε άνοδο του euribor, που αποτελεί τη βάση τιμολόγησης για όλα τα στεγαστικά και τα επιχειρηματικά δάνεια. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, το κόστος χρήματος θα βρεθεί στο τέλος του πρώτου τριμήνου κοντά στο 3%, επίπεδο που αποτελεί το βασικό σενάριο που τιμολογούν οι αγορές.
Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ συμπαρασύρει σε περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και σημαντική επιβάρυνση του υφιστάμενου χρέους των 200 δισ. ευρώ. Πρόκειται για χρέος που κατά 112,4 δισ. ευρώ βρίσκεται στα χέρια των τραπεζών και κατά 86,8 δισ. ευρώ στα χέρια των funds μέσα από τις αγορές κόκκινων κυρίως δανείων τα τελευταία χρόνια.
Βασικό ζητούμενο είναι το κατά πόσον η άνοδος του κόστους χρήματος θα αποθαρρύνει τη ζήτηση για δανεισμό, κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον δεν φαίνεται να αγγίζει τη ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια.
Οι αυξήσεις συνιστούν σημαντική επιβάρυνση για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς αλλά και το κόστος των επιχειρήσεων, και με δεδομένο ότι όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν σε νέα άνοδο κατά 50 ακόμη μονάδες βάσης στην επόμενη συνεδρίαση της ΕΚΤ, στις αρχές Μαρτίου, αυτό θα αποτυπώνεται καθημερινά στο euribor, συμπαρασύροντας σε διαδοχικές αυξήσεις και τους επόμενους μήνες.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το euribor 3μήνου, που αποτελεί τη βάση υπολογισμού για τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα κοντά στο 3,5% καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, παγιώνοντας τις αυξημένες δόσεις σε όλες τις κατηγορίες υφιστάμενων δανείων.
Με βάση τις ίδιες εκτιμήσεις, οι πρώτες μειώσεις θα ξεκινήσουν το 2024 και συγκεκριμένα από το τέλος του α΄ τριμήνου και μετά, αλλά θα είναι συγκρατημένες και σύμφωνα με τις προβλέψεις το euribor θα διαμορφωθεί κοντά στο 2,7% στα τέλη του 2024 και στο 2,5% το 2025.
Με βάση αυτές τις προβλέψεις, η συνολική επιβάρυνση για ένα στεγαστικό δάνειο θα διαμορφωθεί περίπου από 200 έως και 300 ευρώ για ένα υφιστάμενο δάνειο 100.000 ευρώ με διάρκεια 20 ή 30 χρόνια και spread 2,5% ή 3,5% αντίστοιχα. Πρόκειται για δάνεια που δόθηκαν την προηγούμενη δεκαετία με κυμαινόμενο επιτόκιο και όχι αυτά που είχαν δοθεί πριν από το 2008 και τα οποία εφόσον εξυπηρετούνται κανονικά, έχουν αποπληρώσει σε μεγάλο βαθμό τους τόκους και πλέον αποπληρώνουν μόνο κεφάλαιο.
Αντίστοιχα, για ένα μικρό επιχειρηματικό δάνειο, π.χ. 200.000 ευρώ, διάρκεια αποπληρωμής τα 10 χρόνια και spread 5,5% (τελικό επιτόκιο 8% σήμερα) η συνολική επιβάρυνση σε σχέση με τον περασμένο Ιούλιο είναι ήδη περίπου 300 ευρώ τον μήνα και έπεται συνέχεια.