Το ενεργειακό ράλι, ο βαρύς - οικονομικά - χειμώνας και το πολιτικό ρίσκο του Μητσοτάκη
Έκλεισε ο αγωγός North Stream 1. Επίσημη εκδοχή από πλευράς Ρωσίας «πρέπει να γίνουν εργασίες συντήρησης». Φρικτή υποψία από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης «δεν πρόκειται να ξανανοίξει» άρα «ας προετοιμαστούμε».
Τι σημαίνει αυτό, θα έχουμε πρόβλημα επάρκειας; Μάλλον όχι, αλλά θα έχουμε σίγουρα πρόβλημα τιμής. Με απλά λόγια υπολογίζεται ότι το ενεργειακό κόστος θα αυξηθεί κατά 65%. Όπερ εστί μεθερμηνευόμενο ότι το μέσο νοικοκυριό θα υποχρεωθεί να δαπανά μόνο για θέρμανση και ρεύμα κοντά στα 500 ευρώ το μήνα. Και την ίδια ώρα στην ευρωπαϊκή οικονομία θα συρρικνώνεται η ανάπτυξη καθώς το πλήγμα θα είναι ιδιαίτερα βαρύ για μια σειρά βιομηχανικών κλάδων. Παρένθεση σε ότι αφορά τα του οίκου μας -λόγω της ελληνικής ιδιαιτερότητας- ο τουρισμός θα μας εξασφαλίσει θετικό πρόσημό, την ώρα που η βόρεια Ευρώπη θα μπαίνει στον αστερισμό της κρίσης. Έτσι ως προς τα δικά μας η επίπτωση θα αφορά κυρίως στο χρηματιστήριο -στα δύσκολα οι επενδυτές φεύγουν από το νότο- και στις τράπεζες εν μέρει.
Ας επανέλθουμε όμως στο ενεργειακό ράλι που εξελίσσεται ερήμην των Ευρωπαϊκών Θεσμών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιορίζεται στο ρόλο του απλού θεατή, ενώ η ΕΚΤ με πολύ μεγάλη καθυστέρηση αποφάσισε να αυξήσει τα επιτόκια (έρχεται και νέα αναπροσαρμογή μάλλον της τάξεως του 0,25%), ταλαντευόμενη για μεγάλο χρονικό διάστημα απέναντι στο δίλημμα «πληθωρισμός ή κόστος χρήματος». Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε τίθεται πλέον μετ’ επιτάσεως (και από τον Γιάννη Στουρνάρα) το ζήτημα της βελτίωσης του government της Ευρωζώνης. Τίθεται δεν τίθεται πάντως, δύσκολο να διορθωθεί, στη δε συγκεκριμένη περίπτωση ισχύει και το «ήθελες τα και έπαθες τα» από τη στιγμή που ήταν εις γνώσιν όλων ότι ορισμένα από τα σημερινά κορυφαία ευρωπαϊκά στελέχη στερούντο πλήρως των αναγκαίων προδιαγραφών.
Είπαμε στην αρχή ότι για τα ελληνικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις, η «λυπητερή» της ενέργειας θα είναι βαριά το χειμώνα που έρχεται. Οι κυβερνητικές ρυθμίσεις είναι γνωστές επ’ αυτών έχουν διατυπωθεί ενστάσεις από πολλές πλευρές. Πρώτα απ’ όλα οι πάροχοι διαμηνύουν ότι η κατάργηση της ρήτρας αναπροσαρμογής για ένα χρόνο θα έχει ως αποτέλεσμα να ενσωματωθεί το κόστος στον λογαριασμό του καταναλωτή. Δεύτερον, κάθε φορά που υπάρχει υπέρβαση στο πλαφόν των τιμών με τις οποίες κάθε τεχνολογία μετέχει στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, θα υιοθετείται αυτόματα κρατική επιδότηση. «Πιάσε το αυγό και κούρευτο»! Πολύπλοκος μηχανισμός με αμφίβολο αποτέλεσμα που αποφασίστηκε στη λογική «και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος», εν ολίγοις να ανακουφίζεται μερικώς ο πολίτης αλλά να μη ζορίζονται ιδιαιτέρως οι επιχειρηματίες του ενεργειακού κλάδου.
Ας δούμε τη συνολικότερη εικόνα: έχουν ήδη εκταμιευθεί 50 δις (πανδημία-ενεργειακή κρίση) ενώ -σύμφωνα με δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών- αναζητείται συνεχώς έξτρα δημοσιονομικός χώρος για να καλυφθούν οι επερχόμενες «μαύρες τρύπες» που δημιουργεί το συνεχιζόμενο ράλι τιμών στην ενέργεια. Την ίδια ώρα ο προϋπολογισμός του ’22 (δις αναθεωρηθείς) τρέχει με πρωτογενή ελλείματα και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, έστω και οριακά, αυξάνεται. Αυξάνεται επίσης το κόστος δανεισμού (λόγω επιτοκίων ΕΚΤ) και το μόνο παρήγορο είναι ότι θα πληρώνουμε λιγότερο για τα εισαγόμενα λόγω ισχυροποίησης του ευρώ.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι τα «μαντάτα» δεν προμηνύουν ανέφελες μέρες για τους πολίτες, ούτε όμως και για την εξέλιξη της κυβερνητικής μετοχής στο εγχώριο πολιτικό χρηματιστήριο. Υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο πρωθυπουργός πήρε μεγάλο πολιτικό ρίσκο, δεσμευόμενος ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας.