«ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΩΝ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ»
«Κόλαφος» η επιστολή της Ιεράς Συνόδου προς τους βουλευτές για τα ομόφυλα ζευγάρια
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας απέστειλε επιστολή προς τους βουλευτές, επιχειρηματολογώντας κατά του νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Επιστολή-κόλαφος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην οποία αναλύονται οι προφανείς λόγοι για τους οποίους οι 300 της Βουλής θα πρέπει να καταψηφίσουν το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Στην επιστολή αναφέρεται ότι το νομοσχέδιο καταργεί την πατρότητα και τη μητρότητα, ουδετεροποιεί τα φύλα και μετατρέπει τους γονείς από πατέρα και μητέρα σε ουδετερόφιλους κηδόμενες.
Έτσι, αναφέρει η επιστολή, «τοποθετούνται τα δικαιώματα ομοφυλόφιλων ενηλίκων πάνω από τα συμφέροντα των μελλοντικών παιδιών, που θα επιτρέψει να έχουν ως γονείς ομόφυλα ζευγάρια και θα μεγαλώσουν χωρίς πατέρα ή μητέρα, σε ένα περιβάλλον σύγχυσης των ρόλων των δύο φύλων».
Η επιστολή της Ιεράς Συνόδου:
«Τα παιδιά θα μεγαλώνουν χωρίς πατέρα και μητέρα»- Το κείμενο που θα διαβαστεί σε όλες τις Εκκλησίες
Την ερχόμενη Κυριακή επίσης, θα αναγνωστεί κείμενο σε όλους τους ιερούς ναούς της χώρας.
Στη σχετική εγκύκλιο της Εκκλησίας μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι «ὁ λεγόμενος «γάμος τῶν ὁμοφυλοφίλων» εἶναι ἀνατροπή τοῦ Χριστιανικοῦ Γάμου καί τοῦ θεσμοῦ τῆς πατροπαράδοτης ἑλληνικῆς οἰκογένειας».
H Ιερά Σύνοδος εξηγεί ότι προωθείται η κατάργηση της πατρότητας και της μητρότητας και η μετατροπή τους σε ουδέτερη γονεϊκότητα. Παράλληλα η Εκκλησία τονίζει ότι η παρένθετη μητρότητα θα δώσει κίνητρα για την εκμετάλλευση των γυναικών και την αλλοίωση του ιερού θεσμού της οικογένειας.
«Όλα αυτά η Εκκλησία δεν μπορεί να τα αποδεχτεί γιατί θα προδώσει την αποστολή της» τονίζεται στο κείμενο της Ιεράς Συνόδου. «Η χριστιανική παραδοσιακή οικογένεια αποτελείται από πατέρα, μητέρα και παιδιά και σε αυτή την οικογένεια τα παιδιά αναπτύσσονται, γνωρίζοντας τη μητρότητα και την πατρότητα, που θα είναι απαραίτητα στοιχεία στη μετέπειτα εξέλιξή τους» αναφέρουν οι ιεράρχες.
Αναλυτικά όλη η Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου:
Ὅπως ἔχετε ἐνημερωθῆ, μόλις πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες, δηλαδή τήν 23η Ἰανουαρίου 2024, συνῆλθε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού εἶναι ἡ Ἀνωτάτη Ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά μελετήση τό θέμα πού ἀνέκυψε στίς ἡμέρες μας, δηλαδή τήν θέσπιση τοῦ «πολιτικοῦ γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων, μέ ὅλες τίς συνέπειες πού ἐπιφέρει αὐτό στό οἰκογενειακό δίκαιο.
Ἡ Ἱεραρχία συζήτησε ἐπαρκῶς τό θέμα αὐτό μέ ὑπευθυνότητα καί νηφαλιότητα, ἀποδεικνύοντας γιά μιά ἀκόμη φορά τήν ἑνότητά της, καί στήν συνέχεια ὁμόφωνα ἀποφάσισε τά δέοντα πού ἔχουν ἀνακοινωθῆ.
Μιά ἀπό τίς ἀποφάσεις πού ἔλαβε εἶναι νά ἐνημερώση τό πλήρωμά της, τό ὁποῖο θέλει νά ἀκούση τίς ἀποφάσεις της καί τίς θέσεις της. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό, ἡ Ἱεραρχία ἀπευθύνεται πρός ὅλους ἐσᾶς, γιά νά διατυπώση τήν ἀλήθεια γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα.
1. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, διά μέσου τῶν αἰώνων, εἶναι διπλό, δηλαδή θεολογικό, μέ τό νά ὁμολογῆ τήν πίστη της, ὅπως τήν ἀποκάλυψε ὁ Χριστός καί τήν ἔζησαν οἱ Ἅγιοί της, καί ποιμαντικό, μέ τό νά ποιμαίνη τούς ἀνθρώπους στήν κατά Χριστόν ζωή.
Αὐτό τό ἔργο της φαίνεται στήν Ἁγία Γραφή καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες θέσπισαν ὅρους γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἱερούς κανόνες, πού καθορίζουν τά ὅρια μέσα στά ὁποῖα πρέπει νά κινοῦνται ὅλα τά μέλη της, Κληρικοί, Μοναχοί καί Λαϊκοί.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ποιμαίνει, δηλαδή θεραπεύει τίς πνευματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά ζοῦν σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς τους, νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν φιλαυτία καί νά ἀναπτυχθῆ ἡ φιλοθεΐα καί ἡ φιλανθρωπία, δηλαδή ἡ ἰδιοτελής, φίλαυτη ἀγάπη νά γίνη ἀνιδιοτελής ἀγάπη.
2. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δικαίους καί ἀδίκους, ἀγαθούς καί κακούς, ἁγίους καί ἁμαρτωλούς∙ αὐτό κάνει καί ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό Νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά ἀποκλείη κανέναν, ὅπως δείχνει ἡ παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, τήν ὁποία εἶπε ὁ Χριστός (Λουκ. ι΄, 3037). Τό ἴδιο κάνουν καί τά νοσοκομεῖα καί οἱ ἰατροί γιά τίς σωματικές ἀσθένειες. Ὅταν οἱ ἰατροί κάνουν χειρουργικές ἐπεμβάσεις στούς ἀνθρώπους, κανείς δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθῆ ὅτι δέν ἔχουν ἀγάπη.
Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἀνταποκρίνονται διαφορετικά σέ αὐτήν τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας∙ ἄλλοι τήν ἐπιθυμοῦν καί ἄλλοι ὄχι. Ὁ ἥλιος ἀποστέλλει τίς ἀκτῖνες του σέ ὅλη τήν κτίση, ἄλλοι ὅμως φωτίζονται καί ἄλλοι καίγονται, καί αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν φύση αὐτῶν πού δέχονται τίς ἡλιακές ἀκτῖνες.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀγαπᾶ ὅλα τά βαπτισθέντα παιδιά της καί ὅλους τούς ἀνθρώπους πού εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, μικρούς καί μεγάλους, ἀγάμους καί ἐγγάμους, Κληρικούς, Μοναχούς καί Λαϊκούς, ἐπιστήμονες καί μή, ἄρχοντες καί ἀρχομένους, ἑτεροφύλους καί ὁμοφυλοφίλους, καί ἀσκεῖ τήν φιλάνθρωπη ἀγάπη της, ἀρκεῖ, βέβαια, νά τό θέλουν καί οἱ ἴδιοι καί νά ζοῦν πραγματικά στήν Ἐκκλησία.
3. Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Γάμο ἀπορρέει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τήν διάταξη τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου.
Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως γράφεται: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς λέγων˙ αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτήν καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς» (Γεν., 1, 2728).
Αὐτό σημαίνει ὅτι «ἡ δυαδικότητα τῶν δύο φύσεων καί ἡ συμπληρωματικότητά τους δέν ἀποτελοῦν κοινωνικές ἐπινοήσεις, ἀλλά παρέχονται ἀπό τόν Θεό»∙ «ἡ ἱερότητα τῆς ἕνωσης ἄνδρα καί γυναίκας παραπέμπει στήν σχέση τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας»∙ «ὁ χριστιανικός Γάμος δέν εἶναι ἁπλῆ συμφωνία συμβίωσης, ἀλλά ἱερό Μυστήριο, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά προχωρήσουν πρός τήν θέωσή τους»∙ «ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα εἶναι συστατικά στοιχεῖα τῆς παιδικῆς καί τῆς ἐνήλικης ζωῆς».
Ὅλη ἡ θεολογία τοῦ Γάμου φαίνεται καθαρά στήν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου, στά τελούμενα καί τίς εὐχές. Σ’ αὐτό τό Μυστήριο ἡ ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός ἱερολογεῖται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μέ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Τά ἀποτελέσματα τοῦ ἐν Χριστῷ Γάμου εἶναι ἡ δημιουργία καλῆς συζυγίας καί οἰκογενείας, ἡ γέννηση παιδιῶν, ὡς καρποῦ τῆς ἀγάπης τῶν δύο συζύγων, ἄνδρα καί γυναίκας, καί ἡ σύνδεσή τους μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ μή ὕπαρξη παιδιῶν χωρίς τήν εὐθύνη τῶν συζύγων, δέν διασπᾶ τήν ἐν Χριστῷ συζυγία.
Ἡ χριστιανική παραδοσιακή οἰκογένεια ἀποτελεῖται ἀπό πατέρα, μητέρα καί παιδιά, καί σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια τά παιδιά ἀναπτύσσονται, γνωρίζοντας τήν μητρότητα καί τήν πατρότητα πού θά εἶναι ἀπαραίτητα στοιχεῖα στήν μετέπειτα ἐξέλιξή τους.
Ἐξ ἄλλου, ὅπως φαίνεται στό «Εὐχολόγιο» τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει σαφέστατη σύνδεση μεταξύ τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, τοῦ Γάμου, τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διάσπαση αὐτῆς τῆς σύνδεσης δημιουργεῖ ἐκκλησιολογικά προβλήματα.
Ἑπομένως, βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε γιά νά κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Γίνεται ὁ Γάμος ὥστε οἱ σύζυγοι καί ἡ οἰκογένεια νά συμμετέχουν στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί νά κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διάσπαση τῆς σχέσεως αὐτῆς τῶν Μυστηρίων συνιστᾶ τήν ἐκκοσμίκευση.
Ἡ Ἐκκλησία βασίζεται σέ αὐτήν τήν Παράδοση, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στούς Ἁγίους, καί δέν μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ κάθε ἄλλη μορφή Γάμου, πολλῷ δέ μᾶλλον τόν λεγόμενο «ὁμοφυλοφιλικό γάμο».
4. Σέ ἕνα εὐνομούμενο Κράτος ἡ Πολιτεία μέ τά συντεταγμένα ὄργανά της ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά καταρτίζη νομοσχέδια καί νά ψηφίζη νόμους, ὥστε στήν κοινωνία νά ὑπάρχη ἑνότητα, εἰρήνη καί ἀγάπη.
Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, εἶναι θεσμός ἀρχαιότατος, ἔχει διαχρονικές παραδόσεις αἰώνων, συμμετέχει σέ ὅλες τίς κατά καιρούς δοκιμασίες τοῦ λαοῦ, συνετέλεσε ἀποφασιστικά στήν ἐλευθερία του, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἱστορία, τήν παλαιότερη καί τήν πρόσφατη, καί πρέπει ὅλοι νά στέκονται μέ σεβασμό, τόν ὁποῖο κατά καιρούς διακηρύσσουν. Ἄλλωστε καί ὅλοι οἱ ἄρχοντες, ἐκτός ἀπό μερικές ἐξαιρέσεις, εἶναι δυνάμει καί ἐνεργείᾳ μέλη της. Ἡ Ἐκκλησία οὔτε συμπολιτεύεται οὔτε ἀντιπολιτεύεται, ἀλλά πολιτεύεται κατά Θεόν καί ποιμαίνει ὅλους. Γι’ αὐτό καί ἔχει ἰδιαίτερο λόγο πού πρέπει νά γίνεται σεβαστός.
Στό θέμα τοῦ λεγομένου «πολιτικοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων», ἡ Ἱερά Σύνοδος ὄχι μόνον δέν μπορεῖ νά σιωπήση, ἀλλά πρέπει νά ὁμιλήση, ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία σέ ὅλους. Γι’ αὐτό ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν πρόσφατη ἀπόφασή της μέ ὁμόφωνο καί ἑνωτικό τρόπο, γιά λόγους τούς ὁποίους αἰτιολόγησε, δήλωσε ὅτι «εἶναι κάθετα ἀντίθετη πρός τό προωθούμενο νομοσχέδιο».
Καί αὐτή ἡ σαφής ἀπόφασή της στηρίζεται στό ὅτι «οἱ ἐμπνευστές τοῦ νομοσχεδίου καί οἱ συνευδοκοῦντες σέ αὐτό προωθοῦν τήν κατάργηση τῆς πατρότητας καί τῆς μητρότητας καί τήν μετατροπή τους σέ οὐδέτερη γονεϊκότητα, τήν ἐξαφάνιση τῶν ρόλων τῶν δύο φύλων μέσα στήν οἰκογένεια καί θέτουν πάνω ἀπό τά συμφέροντα τῶν μελλοντικῶν παιδιῶν τίς σεξουαλικές ἐπιλογές τῶν ὁμοφυλοφίλων ἐνηλίκων».
Ἐπί πλέον, ἡ θέσπιση τῆς «υἱοθεσίας παιδιῶν» «καταδικάζει τά μελλοντικά παιδιά νά μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ἤ μητέρα σέ ἕνα περιβάλλον σύγχυσης τῶν γονεϊκῶν ρόλων», ἀφήνοντας δέ ἀνοικτό παράθυρο γιά τήν λεγόμενη «παρένθετη κύηση», πού θά δώση κίνητρα «γιά τήν ἐκμετάλλευση εὐάλωτων γυναικῶν» καί ἀλλοίωση τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας.
Ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πρέπει νά ἐκφράζη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά καθοδηγῆ ὀρθόδοξα τά μέλη της, δέν μπορεῖ νά τά ἀποδεχθῆ, διότι διαφορετικά θά προδώση τήν ἀποστολή της. Καί τό κάνει αὐτό ὄχι μόνο ἀπό ἀγάπη στά μέλη της, ἀλλά ἀπό ἀγάπη καί στήν ἴδια τήν Πολιτεία καί τούς θεσμούς της, ὥστε νά προσφέρουν στήν κοινωνία καί νά συντελοῦν στήν ἑνότητά της.
Ἀποδεχόμαστε, βέβαια, τά δικαιώματα τῶν ἀνθρώπων τά ὁποῖα κινοῦνται σέ ἐπιτρεπτά ὅρια, σέ συνδυασμό μέ τίς ὑποχρεώσεις τους, ἀλλά ἡ νομιμοποίηση τοῦ ἀπολύτου «δικαιωματισμοῦ», πού εἶναι θεοποίηση τῶν δικαιωμάτων, προκαλεῖ τήν ἴδια τήν κοινωνία.
5. Ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τήν οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κοινωνίας καί τοῦ Ἔθνους. Σέ αὐτό πρέπει νά συντείνη καί ἡ Πολιτεία, ὅπως διαλαμβάνεται στό ἰσχῦον Σύνταγμα ὅτι «ἡ οἰκογένεια ὡς θεμέλιο τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους, καθώς καί ὁ Γάμος, ἡ μητρότητα καί ἡ παιδική ἡλικία τελοῦν ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους» (ἄρ. 21).
Σύμφωνα δέ μέ τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού εἶναι νόμος τοῦ Κράτους (590/1977), «ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεργάζεται μετά τῆς Πολιτείας, προκειμένου περί θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος ὡς… τῆς ἐξυψώσεως τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας» (ἄρ. 2).
Ἔτσι, προτρέπουμε τήν Πολιτεία νά προβῆ στήν ἀντιμετώπιση τοῦ Δημογραφικοῦ προβλήματος «πού ἐξελίσσεται σέ βόμβα ἕτοιμη νά ἐκραγεῖ» καί εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐθνικό θέμα τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπίλυση ὑπονομεύεται ἀπό τό πρός ψήφιση νομοσχέδιο, καί τήν καλοῦμε νά ὑποστηρίξη τίς πολύτεκνες οἰκογένειες πού προσφέρουν πολλά στήν κοινωνία καί τό Ἔθνος.
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνακοινώνει σέ ὅλα τά μέλη της «μέ αἴσθημα ποιμαντικῆς εὐθύνης καί ἀγάπης», διότι ὄχι μόνο ὁ λεγόμενος «γάμος τῶν ὁμοφυλοφίλων» εἶναι ἀνατροπή τοῦ Χριστιανικοῦ Γάμου καί τοῦ θεσμοῦ τῆς πατροπαράδοτης ἑλληνικῆς οἰκογένειας, ἀλλάζοντας τό πρότυπό της, ἀλλά καί διότι ἡ ὁμοφυλοφιλία ἔχει καταδικαστῆ ἀπό τήν σύνολη ἐκκλησιαστική παράδοση, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο (Ρωμ. α΄, 2432), καί ἀντιμετωπίζεται μέ τήν μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι ἀλλαγή τρόπου ζωῆς.
Ἐννοεῖται, βέβαια, ὅτι ὑφίσταται ἡ βασική ἀρχή ὅτι, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει τήν κάθε ἁμαρτία ὡς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Φῶς καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ἀγαπᾶ τόν κάθε ἁμαρτωλό, διότι καί αὐτός ἔχει τό «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καί μπορεῖ νά φθάση στό «καθ’ ὁμοίωσιν», ἐάν συνεργήση στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτόν τόν ὑπεύθυνο λόγο ἀπευθύνει ἡ Ἱερά Σύνοδος σέ σᾶς, τούς εὐλογημένους Χριστιανούς, τά μέλη της, καί σέ ὅλους ὅσοι ἀναμένουν τόν λόγο της, διότι ἡ Ἐκκλησία «ἀληθεύει ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ΄, 15) καί «ἀγαπᾶ ἐν ἀληθείᾳ» (Β΄ Ἰω. α΄, 1).
† Ὁ Ἀθηνῶν Ι Ε Ρ Ω Ν Υ Μ Ο Σ, Πρόεδρος
† Ὁ Καρυστίας καί Σκύρου Σεραφείμ
† Ὁ Μονεμβασίας καί Σπάρτης Εὐστάθιος
† Ὁ Νικαίας Ἀλέξιος
† Ὁ Νικοπόλεως καί Πρεβέζης Χρυσόστομος
† Ὁ Ἱερισσοῦ, Ἁγίου Ὄρους καί Ἀρδαμερίου Θεόκλητος
† Ὁ Μαρωνείας καί Κομοτηνῆς Παντελεήμων
† Ὁ Κίτρους καί Κατερίνης Γεώργιος
† Ὁ Ἰωαννίνων Μάξιμος
† Ὁ Ἐλασσῶνος Χαρίτων
† Ὁ Θήρας, Ἀμοργοῦ καί Νήσων Ἀμφιλόχιος
† Ὁ Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Νικηφόρος
† Ὁ Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Δαμασκηνός
Και το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν αποδέχεται τον γάμο των ομόφυλων
Και η Ιερά Σύνοδος του Οικομενικού Πατριαρχείου λέει ένα βροντερό όχι, συμφωνώντας με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδας, σχετικά με τον γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών.
«Η Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται διά τά μέλη αὐτῆς σύμφωνα συμβιώσεως τοῦ αὐτοῦ ἤ ἑτέρου φύλου καί πᾶσαν ἄλλην μορφήν συμβιώσεως, διαφόρου τοῦ γάμου» ὡς τῆς ἐν Χριστῷ ἑνώσεως ἀνδρός καί γυναικός» επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ολόκληρη η ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου:
Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος, συνελθοῦσα ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν αὐτῆς, σήμερον, Τετάρτην, 24ην Ἰανουαρίου 2024, ὑπενθυμίζει εἰς τό εὐσεβές ποίμνιον τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἐπί τῇ συζητήσει περί θεσμοθετήσεως γάμου μεταξύ ἀτόμων τοῦ ἰδίου φύλου καί περί τεκνοθεσίας ἐν Ἑλλάδι, τήν δεσμευτικήν Ἀπόφασιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, Ἰούνιος 2016), ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται διά τά μέλη αὐτῆς σύμφωνα συμβιώσεως τοῦ αὐτοῦ ἤ ἑτέρου φύλου καί πᾶσαν ἄλλην μορφήν συμβιώσεως, διαφόρου τοῦ γάμου» ὡς «τῆς ἐν Χριστῷ ἑνώσεως ἀνδρός καί γυναικός», ἡ ὁποία «συνιστᾷ μίαν μικράν ἐκκλησίαν ἤ μίαν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας» (κείμενον «Τό μυστήριον τοῦ γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ», Ι.10 καί 4). Σημειοῦται συγχρόνως, ὅτι τά συνάπτοντα τοιαύτας μορφάς συμβιώσεως μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀντιμετωπίζωνται μετά ποιμαντικῆς εὐθύνης καί ἐν Χριστῷ ἀγάπης.
Υπενθυμίζεται ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος συνήλθε σε έκτακτη συνεδρίαση, την Τρίτη, με μοναδικό θέμα την εξαγγελθείσα νομοθέτηση γάμου και «τεκνοθεσίας» υπέρ ζευγαριών του ιδίου φύλου.
Μετά την καθιερωμένη προσευχή, η Σύνοδος άκουσε την εισήγηση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικολάου, επί της οποίας ακολούθησε διάλογος, και εκφράζει ομόφωνα τις θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος επί του θέματος, ως εξής:
«1. Η θεολογία της Εκκλησίας για τον γάμο απορρέει από την Αγία Γραφή, τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και τη διάταξη του Μυστηρίου του Γάμου και φαίνεται καθαρά στην Ακολουθία του Μυστηρίου αυτού. Ο σκοπός του χριστιανικού γάμου είναι η δημιουργία καλής συζυγίας και οικογένειας, η ανάπτυξη παιδιών ως καρπών της εν Χριστώ αγάπης των δύο συζύγων και η σύνδεσή τους με την εκκλησιαστική ζωή.
Η Εκκλησία αποδέχεται για τη σχέση άνδρα-γυναίκας και παιδιών ότι:
α) η δυαδικότητα των φύλων και η συμπληρωματικότητά τους δεν αποτελούν κοινωνικές επινοήσεις, αλλά προέρχονται από τον Θεό («… καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε…», Γένεσις 1, 27-28),
β) η ιερότητα της ένωσης άνδρα και γυναίκας παραπέμπει στη σχέση του Χριστού και της Εκκλησίας («… ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἑαυτὸν ἀγαπᾷ… τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν», Απ. Παύλου, Προς Εφεσίους 5, 28),
γ) ο χριστιανικός γάμος δεν είναι απλή συμφωνία συμβίωσης, αλλά Ιερό Μυστήριο, μέσω του οποίου παρέχεται η χάρη του Θεού στη σχέση κοινωνίας άνδρα και γυναίκας με στόχο την κοινή τους πορεία προς τη θέωση –και αυτή η ευλογημένη πορεία αφορά όλα τα ζεύγη με ή χωρίς παιδιά,
δ) ο πατέρας και η μητέρα είναι συστατικά στοιχεία της παιδικής και της ενήλικης ζωής («Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου», Έξοδος 20, 12).
2. Προφανώς η Πολιτεία νομοθετεί, αλλά αυτή η παράμετρος ούτε στερεί την ελευθερία του λόγου από την Εκκλησία ούτε απαλλάσσει την Εκκλησία από το καθήκον ενημέρωσης του πιστού λαού ούτε μπορεί να της υποδείξει σε τι συνίσταται η αμαρτία. Η Εκκλησία δεν νομοθετεί και δεν φέρει ευθύνη για τους νόμους. Αν σιωπήσει, όμως, φέρει βαρύτατη ευθύνη και αυτοκαταργείται.
3. Από το 2015 το σύμφωνο συμβίωσης παρέχει σε ζευγάρια του ιδίου φύλου όλα τα δικαιώματα και τις δυνατότητες του γάμου με κύρια εξαίρεση τη δυνατότητα απόκτησης παιδιών με υιοθεσία ή παρένθετη κύηση.
Το σύνθημα της «ισότητας στον γάμο» αποβλέπει σε ένα στόχο, στην απόκτηση παιδιών από «ομόφυλα ζευγάρια».
4. Ανακοινώθηκε ότι θα επιτρέπεται ο «ομόφυλος γάμος» και η «ομόφυλη γονεϊκότητα» μέσω υιοθεσίας και (με διάφορες διόδους) μέσω παρένθετης κύησης. Οι εμπνευστές του νομοσχεδίου και οι συνευδοκούντες σε αυτό προωθούν την κατάργηση της πατρότητας και της μητρότητας και τη μετατροπή τους σε ουδέτερη γονεϊκότητα, την εξαφάνιση των ρόλων των δύο φύλων μέσα στην οικογένεια και θέτουν πάνω από τα συμφέροντα των μελλοντικών παιδιών τις σεξουαλικές επιλογές των ομοφυλόφιλων ενηλίκων. Με βάση το νομοσχέδιο, ομοφυλόφιλοι μονογονείς θα μπορούν να επιβάλουν στο παιδί τους τον σύντροφό τους ως «πατέρα 2» ή ως «μητέρα 2».
5. Η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία καταδικάζει μελλοντικά παιδιά να μεγαλώσουν χωρίς πατέρα ή μητέρα σε ένα περιβάλλον σύγχυσης των γονεϊκών ρόλων. Η μονογονεϊκή οικογένεια είναι διαφορετική περίπτωση. Προκαλεί στέρηση του ενός γονέα, αλλά όχι σύγχυση των ρόλων των γονέων. Αντίθετα, η ομοφυλοφιλική συμβίωση προξενεί και τα δύο. Επιπλέον, τα παιδιά αυτά συχνά δεν θα έχουν δυνατότητα γνωριμίας με τον άλλο βιολογικό γονέα τους. Δεν θα έχουν επίσης το προσωπικό βίωμα της παρουσίας του άλλου φύλου (αντίθετου των «ομόφυλων γονέων» τους) μέσα σε μία ετερόφυλη σχέση. Τα παιδιά με πατέρες 1 και 2 ή με μητέρες 1 και 2 (ή και παραπάνω) θα είναι τα θύματα ενός αφύσικου μηχανισμού τεκνοθεσιών.
6. Δημοσιοποιήθηκε ότι: α) θα επιτρέπεται στα «ομόφυλα ζευγάρια» η από κοινού υιοθεσία και η υιοθεσία από τον «ομόφυλο σύζυγο» του γονέα (θα ισχύσει και για τα σημερινά παιδιά από παρένθετη κύηση), β) δεν θα επιτρέπεται στην Ελλάδα η παρένθετη κύηση υπέρ «ομόφυλου ζευγαριού», αλλά αυτή θα αναγνωρίζεται, αν έγινε νόμιμα σε άλλο κράτος. Οι ρυθμίσεις αυτές θα αποτελέσουν κίνητρα για την εκμετάλλευση ευάλωτων γυναικών.
Εάν τα προαναφερθέντα ισχύσουν, πρόκειται για ένα ναρκοθετημένο νομοσχέδιο με αντιφάσεις και τρόπους παράκαμψης των απαγορεύσεών του (μέσω κυήσεων στο εξωτερικό) και είναι πιθανή η καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λόγω διακρίσεων, οπότε η χώρα θα αναγκασθεί να νομοθετήσει και στο έδαφός της την παρένθετη κύηση.
7. Το νομοσχέδιο καταργεί όχι μόνο κανόνες βιοηθικής, χριστιανικές αξίες και την ελληνική οικογενειακή παράδοση, αλλά ανατρέπει τα δικαιώματα μελλοντικών παιδιών και τους ρόλους των φύλων ως στοιχείων συνοχής της κοινωνίας –και αυτό αφορά τον καθένα, έστω και αν δεν αποδέχεται τη χριστιανική ηθική. Το ερώτημα που αιωρείται αναπάντητο είναι τελικά: Ποιος είναι ο ουσιαστικός λόγος αυτής της απόφασης που αλλάζει συνολικά και άρδην τον θεσμό του γάμου και την ιδιότητα του γονέα και γιατί προωθείται με τόση επιμονή;
8. Η Εκκλησία της Ελλάδος αναγνωρίζει μόνο το Ιερό Μυστήριο του χριστιανικού γάμου και απορρίπτει τον πολιτικό γάμο ασχέτως φύλου. Εν προκειμένω τάσσεται κατά του πολιτικού γάμου «ομόφυλων ζευγαριών» για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτός οδηγεί αναπόδραστα σε «ομόφυλη γονεϊκότητα» μέσω υιοθεσίας ή παρένθετης κύησης. Η νομοθέτηση αυτή συγκρούεται τόσο με τη χριστιανική ανθρωπολογία, όσο και με το καθήκον της κοινωνίας να εξασφαλίζει στα παιδιά ευημερία και σωστή ανατροφή, αλλά και με το δικαίωμα των παιδιών να έχουν πατρική και μητρική παρουσία και φροντίδα. Για όλους τους προηγούμενους λόγους και με αίσθημα ποιμαντικής ευθύνης και αγάπης, η Αγία Εκκλησία μας είναι κάθετα αντίθετη προς το προωθούμενο νομοσχέδιο.
9. Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας αποφάσισε: α) τη σύνταξη σχετικής επιστολής με τις θέσεις της προς τα αξιότιμα μέλη της Βουλής των Ελλήνων, β) την ανακοίνωση των θέσεών της στους Ιερούς Ναούς την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2024 και τη διάθεση σχετικού φυλλαδίου «Προς τον Λαό» μέσω των Ιερών Ναών και της ιστοσελίδας της, γ) την παροχή εξουσιοδότησης προς κάθε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη να προχωρήσει, εντός της επαρχίας του και κατά την έμφρονα ποιμαντική κρίση του, σε πρωτοβουλίες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης ως προς την επικείμενη νομοθέτηση και τον θεσμό της οικογένειας.
Εκ της Ιεράς Συνόδου της
Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος»